Deutsch | Griechisch |
---|---|
Es lässt meine Leber schrumpfen, nicht wahr? | Στενεύει το συκώτι μου, έτσι, Νάτ; Übersetzung nicht bestätigt |
Weil Menschen tagsüber leicht schrumpfen. | Γιατί το ύψος μειώνεται στη διάρκεια της ημέρας. Übersetzung nicht bestätigt |
Dann wissen Sie also, was mich schrumpfen lässt. | Τότε ξέρετε γιατί μικραίνω. Übersetzung nicht bestätigt |
Ebenso der schreckliche Gedanke, dass ich ohne Nahrung schneller schrumpfen würde. | Και επίσης η φρικτή σκέψη ότι χωρίς τροφή... η συρρίκνωση επιταχυνόταν. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie schrumpfen, wenn man sie einlegt. | Συρρικνώνονται απ' το μαρινάρισμα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
(sich) verringern |
einschrumpfen |
zusammenschrumpfen |
schrumpfen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schrumpfe | ||
du | schrumpfst | |||
er, sie, es | schrumpft | |||
Präteritum | ich | schrumpfte | ||
Konjunktiv II | ich | schrumpfte | ||
Imperativ | Singular | schrumpf! schrumpfe! | ||
Plural | schrumpft! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschrumpft | sein, haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schrumpfen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | μαζεύω | μαζεύουμε, μαζεύομε | μαζεύομαι | μαζευόμαστε |
μαζεύεις | μαζεύετε | μαζεύεσαι | μαζεύεστε, μαζευόσαστε | ||
μαζεύει | μαζεύουν(ε) | μαζεύεται | μαζεύονται | ||
Imper fekt | μάζευα | μαζεύαμε | μαζευόμουν(α) | μαζευόμαστε, μαζευόμασταν | |
μάζευες | μαζεύατε | μαζευόσουν(α) | μαζευόσαστε, μαζευόσασταν | ||
μάζευε | μάζευαν, μαζεύαν(ε) | μαζευόταν(ε) | μαζεύονταν, μαζευόντανε, μαζευόντουσαν | ||
Aorist | μάζεψα | μαζέψαμε | μαζεύτηκα | μαζευτήκαμε | |
μάζεψες | μαζέψατε | μαζεύτηκες | μαζευτήκατε | ||
μάζεψε | μάζεψαν, μαζέψαν(ε) | μαζεύτηκε | μαζεύτηκαν, μαζευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω μαζέψει έχω μαζεμένο | έχουμε μαζέψει έχουμε μαζεμένο | έχω μαζευτεί είμαι μαζεμένος, -η | έχουμε μαζευτεί είμαστε μαζεμένοι, -ες | |
έχεις μαζέψει έχεις μαζεμένο | έχετε μαζέψει έχετε μαζεμένο | έχεις μαζευτεί είσαι μαζεμένος, -η | έχετε μαζευτεί είστε μαζεμένοι, -ες | ||
έχει μαζέψει έχει μαζεμένο | έχουν μαζέψει έχουν μαζεμένο | έχει μαζευτεί είναι μαζεμένος, -η, -ο | έχουν μαζευτεί είναι μαζεμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα μαζέψει είχα μαζεμένο | είχαμε μαζέψει είχαμε μαζεμένο | είχα μαζευτεί ήμουν μαζεμένος, -η | είχαμε μαζευτεί ήμαστε μαζεμένοι, -ες | |
είχες μαζέψει είχες μαζεμένο | είχατε μαζέψει είχατε μαζεμένο | είχες μαζευτεί ήσουν μαζεμένος, -η | είχατε μαζευτεί ήσαστε μαζεμένοι, -ες | ||
είχε μαζέψει είχε μαζεμένο | είχαν μαζέψει είχαν μαζεμένο | είχε μαζευτεί ήταν μαζεμένος, -η, -ο | είχαν μαζευτεί ήταν μαζεμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα μαζεύω | θα μαζεύουμε, θα μαζεύομε | θα μαζεύομαι | θα μαζευόμαστε | |
θα μαζεύεις | θα μαζεύετε | θα μαζεύεσαι | θα μαζεύεστε, θα μαζευόσαστε | ||
θα μαζεύει | θα μαζεύουν(ε) | θα μαζεύεται | θα μαζεύονται | ||
Fut ur | θα μαζέψω | θα μαζέψουμε, θα μαζέψομε | θα μαζευτώ | θα μαζευτούμε | |
θα μαζέψεις | θα μαζέψετε | θα μαζευτείς | θα μαζευτείτε | ||
θα μαζέψει | θα μαζέψουν(ε) | θα μαζευτεί | θα μαζευτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω μαζέψει θα έχω μαζεμένο | θα έχουμε μαζέψει θα έχουμε μαζεμένο | θα έχω μαζευτεί θα είμαι μαζεμένος, -η | θα έχουμε μαζευτεί θα είμαστε μαζεμένοι, -ες | |
θα έχεις μαζέψει θα έχεις μαζεμένο | θα έχετε μαζέψει θα έχετε μαζεμένο | θα έχεις μαζευτεί θα είσαι μαζεμένος, -η | θα έχετε μαζευτεί θα είστε μαζεμένοι, -ες | ||
θα έχει μαζέψει θα έχει μαζεμένο | θα έχουν μαζέψει θα έχουν μαζεμένο | θα έχει μαζευτεί θα είναι μαζεμένος, -η, -ο | θα έχουν μαζευτεί θα είναι μαζεμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να μαζεύω | να μαζεύουμε, να μαζεύομε | να μαζεύομαι | να μαζευόμαστε |
να μαζεύεις | να μαζεύετε | να μαζεύεσαι | να μαζεύεστε, να μαζευόσαστε | ||
να μαζεύει | να μαζεύουν(ε) | να μαζεύεται | να μαζεύονται | ||
Aorist | να μαζέψω | να μαζέψουμε, να μαζέψομε | να μαζευτώ | να μαζευτούμε | |
να μαζέψεις | να μαζέψετε | να μαζευτείς | να μαζευτείτε | ||
να μαζέψει | να μαζέψουν(ε) | να μαζευτεί | να μαζευτούν(ε) | ||
Perf | να έχω μαζέψει να έχω μαζεμένο | να έχουμε μαζέψει να έχουμε μαζεμένο | να έχω μαζευτεί να είμαι μαζεμένος, -η | να έχουμε μαζευτεί να είμαστε μαζεμένοι, -ες | |
να έχεις μαζέψει να έχεις μαζεμένο | να έχετε μαζέψει να έχετε μαζεμένο | να έχεις μαζευτεί να είσαι μαζεμένος, -η | να έχετε μαζευτεί να είστε μαζεμένοι, -ες | ||
να έχει μαζέψει να έχει μαζεμένο | να έχουν μαζέψει να έχουν μαζεμένο | να έχει μαζευτεί να είναι μαζεμένος, -η, -ο | να έχουν μαζευτεί να είναι μαζεμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | μάζευε | μαζεύετε | μαζεύεστε | |
Aorist | μάζεψε | μαζέψτε, μαζεύτε | μαζέψου | μαζευτείτε | |
Part izip | Pres | μαζεύοντας | |||
Perf | έχοντας μαζέψει, έχοντας μαζεμένο | μαζεμένος, -η, -ο | μαζεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | μαζέψει | μαζευτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.