schinden
 Verb

βασανίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Er will Eindruck schinden.Έχει βαλθεί να εντυπωσιάσει.

Übersetzung nicht bestätigt

$5, um Eindruck zu schinden?5 δολλάρια για εντυπωσιασμό;

Übersetzung nicht bestätigt

Also, Herr Buchführer, wenn Sie das Bild Ihrem Cousin schenken, schinden Sie Eindruck.Εγώ δεν μπορώ να πω με σιγουριά... Κοίτα, κοίτα εδώ, έχει βάθος. Κοίτα αυτό το δενδρο εδώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Mich würden sie nur schinden.Αν ήταν για το Ναυτικό, ναι.

Übersetzung nicht bestätigt

Doch stattdessen müssen sie sich hier zu Tode schinden.Δεν έπρεπε να δουλεύουν τόσο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βασανίζωβασανίζουμε, βασανίζομεβασανίζομαιβασανιζόμαστε
βασανίζειςβασανίζετεβασανίζεσαιβασανίζεστε, βασανιζόσαστε
βασανίζειβασανίζουν(ε)βασανίζεταιβασανίζονται
Imper
fekt
βασάνιζαβασανίζαμεβασανιζόμουν(α)βασανιζόμαστε, βασανιζόμασταν
βασάνιζεςβασανίζατεβασανιζόσουν(α)βασανιζόσαστε, βασανιζόσασταν
βασάνιζεβασάνιζαν, βασανίζαν(ε)βασανιζόταν(ε)βασανίζονταν, βασανιζόντανε, βασανιζόντουσαν
Aoristβασάνισαβασανίσαμεβασανίστηκαβασανιστήκαμε
βασάνισεςβασανίσατεβασανίστηκεςβασανιστήκατε
βασάνισεβασάνισαν, βασανίσαν(ε)βασανίστηκεβασανίστηκαν, βασανιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βασανίσει
έχω βασανισμένο
έχουμε βασανίσει
έχουμε βασανισμένο
έχω βασανιστεί
είμαι βασανισμένος, -η
έχουμε βασανιστεί
είμαστε βασανισμένοι, -ες
έχεις βασανίσει
έχεις βασανισμένο
έχετε βασανίσει
έχετε βασανισμένο
έχεις βασανιστεί
είσαι βασανισμένος, -η
έχετε βασανιστεί
είστε βασανισμένοι, -ες
έχει βασανίσει
έχει βασανισμένο
έχουν βασανίσει
έχουν βασανισμένο
έχει βασανιστεί
είναι βασανισμένος, -η, -ο
έχουν βασανιστεί
είναι βασανισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βασανίσει
είχα βασανισμένο
είχαμε βασανίσει
είχαμε βασανισμένο
είχα βασανιστεί
ήμουν βασανισμένος, -η
είχαμε βασανιστεί
ήμαστε βασανισμένοι, -ες
είχες βασανίσει
είχες βασανισμένο
είχατε βασανίσει
είχατε βασανισμένο
είχες βασανιστεί
ήσουν βασανισμένος, -η
είχατε βασανιστεί
ήσαστε βασανισμένοι, -ες
είχε βασανίσει
είχε βασανισμένο
είχαν βασανίσει
είχαν βασανισμένο
είχε βασανιστεί
ήταν βασανισμένος, -η, -ο
είχαν βασανιστεί
ήταν βασανισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βασανίζωθα βασανίζουμε, θα βασανίζομεθα βασανίζομαιθα βασανιζόμαστε
θα βασανίζειςθα βασανίζετεθα βασανίζεσαιθα βασανίζεστε, θα βασανιζόσαστε
θα βασανίζειθα βασανίζουν(ε)θα βασανίζεταιθα βασανίζονται
Fut
ur
θα βασανίσωθα βασανίσουμε, θα βασανίζομεθα βασανιστώθα βασανιστούμε
θα βασανίσειςθα βασανίσετεθα βασανιστείςθα βασανιστείτε
θα βασανίσειθα βασανίσουν(ε)θα βασανιστείθα βασανιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βασανίσει
θα έχω βασανισμένο
θα έχουμε βασανίσει
θα έχουμε βασανισμένο
θα έχω βασανιστεί
θα είμαι βασανισμένος, -η
θα έχουμε βασανιστεί
θα είμαστε βασανισμένοι, -ες
θα έχεις βασανίσει
θα έχεις βασανισμένο
θα έχετε βασανίσει
θα έχετε βασανισμένο
θα έχεις βασανιστεί
θα είσαι βασανισμένος, -η
θα έχετε βασανιστεί
θα είστε βασανισμένοι, -ες
θα έχει βασανίσει
θα έχει βασανισμένο
θα έχουν βασανίσει
θα έχουν βασανισμένο
θα έχει βασανιστεί
θα είναι βασανισμένος, -η, -ο
θα έχουν βασανιστεί
θα είναι βασανισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βασανίζωνα βασανίζουμε, να βασανίζομενα βασανίζομαινα βασανιζόμαστε
να βασανίζειςνα βασανίζετενα βασανίζεσαινα βασανίζεστε, να βασανιζόσαστε
να βασανίζεινα βασανίζουν(ε)να βασανίζεταινα βασανίζονται
Aoristνα βασανίσωνα βασανίσουμε, να βασανίσομενα βασανιστώνα βασανιστούμε
να βασανίσειςνα βασανίσετενα βασανιστείςνα βασανιστείτε
να βασανίσεινα βασανίσουν(ε)να βασανιστείνα βασανιστούν(ε)
Perfνα έχω βασανίσει
να έχω βασανισμένο
να έχουμε βασανίσει
να έχουμε βασανισμένο
να έχω βασανιστεί
να είμαι βασανισμένος, -η
να έχουμε βασανιστεί
να είμαστε βασανισμένοι, -ες
να έχεις βασανίσει
να έχεις βασανισμένο
να έχετε βασανίσει
να έχετε βασανισμένο
να έχεις βασανιστεί
να είσαι βασανισμένος, -η
να έχετε βασανιστεί
να είστε βασανισμένοι, -ες
να έχει βασανίσει
να έχει βασανισμένο
να έχουν βασανίσει
να έχουν βασανισμένο
να έχει βασανιστεί
να είναι βασανισμένος, -η, -ο
να έχουν βασανιστεί
να είναι βασανισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβασάνιζεβασανίζετεβασανίζεστε
Aoristβασάνισεβασανίστεβασανίσουβασανιστείτε
Part
izip
Presβασανίζονταςβασανιζόμενος
Perfέχοντας βασανίσει, έχοντας βασανισμένοβασανισμένος, -η, -οβασανισμένοι, -ες, -α
InfinAoristβασανίσειβασανιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback