Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wie kann ich meinen Byetta-Pen reinigen? | Πώς πρέπει να καθαρίζω την πένα Byetta; Übersetzung bestätigt |
Im Französischen sagt man "blanchiment des capitaux ", was wörtlich bedeutet "Weißwaschen von Kapital ", d. h. also etwas weiß machen, was nicht weiß ist, etwas reinigen, was schmutzig ist, etwas schön machen, was hässlich ist. | Στα γαλλικά διατυπώνεται ως "blanchiment des capitaux", που κατά γράμμα σημαίνει "λεύκανση των κεφαλαίων" , "ξέπλυμα των κεφαλαίων" , δηλαδή ασπρίζω κάτι που δεν είναι άσπρο, καθαρίζω κάτι που είναι βρώμικο, κάνω ωραίο κάτι που είναι άσχημο. Übersetzung bestätigt |
Wie kann ich meinen BYETTA Pen reinigen? • Falls notwendig, wischen Sie das Äußere des Pens mit einem sauberen, feuchten Tuch ab. • Weiße Partikel können sich bei bestimmungsgemäßen Gebrauch auf der äußersten Spitze der Patrone ablagern. | Πώς πρέπει να καθαρίζω την πένα BYETTA; • Εάν χρειαστεί, σκουπίστε την εξωτερική επιφάνεια της πένας με ένα καθαρό, υγρό πανί. • Στην εξωτερική επιφάνεια της μύτης του φυσιγγίου ενδέχεται να εμφανιστούν σωματίδια λευκού χρώματος κατά την κανονική χρήση. Übersetzung bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | reinige | ||
du | reinigst | |||
er, sie, es | reinigt | |||
Präteritum | ich | reinigte | ||
Konjunktiv II | ich | reinigte | ||
Imperativ | Singular | reinig! reinige! | ||
Plural | reinigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gereinigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:reinigen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | καθαρίζω | καθαρίζουμε, καθαρίζομε | καθαρίζομαι | καθαριζόμαστε |
καθαρίζεις | καθαρίζετε | καθαρίζεσαι | καθαρίζεστε, καθαριζόσαστε | ||
καθαρίζει | καθαρίζουν(ε) | καθαρίζεται | καθαρίζονται | ||
Imper fekt | καθάριζα | καθαρίζαμε | καθαριζόμουν(α) | καθαριζόμαστε, καθαριζόμασταν | |
καθάριζες | καθαρίζατε | καθαριζόσουν(α) | καθαριζόσαστε, καθαριζόσασταν | ||
καθάριζε | καθάριζαν, καθαρίζαν(ε) | καθαριζόταν(ε) | καθαρίζονταν, καθαριζόντανε, καθαριζόντουσαν | ||
Aorist | καθάρισα | καθαρίσαμε | καθαρίστηκα | καθαριστήκαμε | |
καθάρισες | καθαρίσατε | καθαρίστηκες | καθαριστήκατε | ||
καθάρισε | καθάρισαν, καθαρίσαν(ε) | καθαρίστηκε | καθαρίστηκαν, καθαριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω καθαρίσει έχω καθαρισμένο | έχουμε καθαρίσει έχουμε καθαρισμένο | έχω καθαριστεί είμαι καθαρισμένος, -η | έχουμε καθαριστεί είμαστε καθαρισμένοι, -ες | |
έχεις καθαρίσει έχεις καθαρισμένο | έχετε καθαρίσει έχετε καθαρισμένο | έχεις καθαριστεί είσαι καθαρισμένος, -η | έχετε καθαριστεί είστε καθαρισμένοι, -ες | ||
έχει καθαρίσει έχει καθαρισμένο | έχουν καθαρίσει έχουν καθαρισμένο | έχει καθαριστεί είναι καθαρισμένος, -η, -ο | έχουν καθαριστεί είναι καθαρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα καθαρίσει είχα καθαρισμένο | είχαμε καθαρίσει είχαμε καθαρισμένο | είχα καθαριστεί ήμουν καθαρισμένος, -η | είχαμε καθαριστεί ήμαστε καθαρισμένοι, -ες | |
είχες καθαρίσει είχες καθαρισμένο | είχατε καθαρίσει είχατε καθαρισμένο | είχες καθαριστεί ήσουν καθαρισμένος, -η | είχατε καθαριστεί ήσαστε καθαρισμένοι, -ες | ||
είχε καθαρίσει είχε καθαρισμένο | είχαν καθαρίσει είχαν καθαρισμένο | είχε καθαριστεί ήταν καθαρισμένος, -η, -ο | είχαν καθαριστεί ήταν καθαρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα καθαρίζω | θα καθαρίζουμε, | θα καθαρίζομαι | θα καθαριζόμαστε | |
θα καθαρίζεις | θα καθαρίζετε | θα καθαρίζεσαι | θα καθαρίζεστε, | ||
θα καθαρίζει | θα καθαρίζουν(ε) | θα καθαρίζεται | θα καθαρίζονται | ||
Fut ur | θα καθαρίσω | θα καθαρίσουμε, | θα καθαριστώ | θα καθαριστούμε | |
θα καθαρίσεις | θα καθαρίσετε | θα καθαριστείς | θα καθαριστείτε | ||
θα καθαρίσει | θα καθαρίσουν(ε) | θα καθαριστεί | θα καθαριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να καθαρίζω | να καθαρίζουμε, | να καθαρίζομαι | να καθαριζόμαστε |
να καθαρίζεις | να καθαρίζετε | να καθαρίζεσαι | να καθαρίζεστε, | ||
να καθαρίζει | να καθαρίζουν(ε) | να καθαρίζεται | να καθαρίζονται | ||
Aorist | να καθαρίσω | να καθαρίσουμε, | να καθαριστώ | να καθαριστούμε | |
να καθαρίσεις | να καθαρίσετε | να καθαριστείς | να καθαριστείτε | ||
να καθαρίσει | να καθαρίσουν(ε) | να καθαριστεί | να καθαριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω καθαρίσει | να έχουμε καθαρίσει | να έχω καθαριστεί | να έχουμε καθαριστεί | |
να έχεις καθαρίσει | να έχετε καθαρίσει | να έχεις καθαριστεί | να έχετε καθαριστεί | ||
να έχει καθαρίσει | να έχουν καθαρίσει | να έχει καθαριστεί | να έχουν καθαριστεί | ||
Imper ativ | Pres | καθάριζε | καθαρίζετε | καθαρίζεστε | |
Aorist | καθάρισε | καθαρίστε | καθαρίσου | καθαριστείτε | |
Part izip | Pres | καθαρίζοντας | καθαριζόμενος | ||
Perf | έχοντας καθαρίσει, έχοντας καθαρισμένο | καθαρισμένος, -η, -ο | καθαρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | καθαρίσει | καθαριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.