reinigen
 Verb

καθαρίζω Verb
(19)
λούω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wie kann ich meinen Byetta-Pen reinigen?Πώς πρέπει να καθαρίζω την πένα Byetta;

Übersetzung bestätigt

Im Französischen sagt man "blanchiment des capitaux ", was wörtlich bedeutet "Weißwaschen von Kapital ", d. h. also etwas weiß machen, was nicht weiß ist, etwas reinigen, was schmutzig ist, etwas schön machen, was hässlich ist.Στα γαλλικά διατυπώνεται ως "blanchiment des capitaux", που κατά γράμμα σημαίνει "λεύκανση των κεφαλαίων" , "ξέπλυμα των κεφαλαίων" , δηλαδή ασπρίζω κάτι που δεν είναι άσπρο, καθαρίζω κάτι που είναι βρώμικο, κάνω ωραίο κάτι που είναι άσχημο.

Übersetzung bestätigt

Wie kann ich meinen BYETTA Pen reinigen? • Falls notwendig, wischen Sie das Äußere des Pens mit einem sauberen, feuchten Tuch ab. • Weiße Partikel können sich bei bestimmungsgemäßen Gebrauch auf der äußersten Spitze der Patrone ablagern.Πώς πρέπει να καθαρίζω την πένα BYETTA; • Εάν χρειαστεί, σκουπίστε την εξωτερική επιφάνεια της πένας με ένα καθαρό, υγρό πανί. • Στην εξωτερική επιφάνεια της μύτης του φυσιγγίου ενδέχεται να εμφανιστούν σωματίδια λευκού χρώματος κατά την κανονική χρήση.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθαρίζωκαθαρίζουμε, καθαρίζομεκαθαρίζομαικαθαριζόμαστε
καθαρίζειςκαθαρίζετεκαθαρίζεσαικαθαρίζεστε, καθαριζόσαστε
καθαρίζεικαθαρίζουν(ε)καθαρίζεταικαθαρίζονται
Imper
fekt
καθάριζακαθαρίζαμεκαθαριζόμουν(α)καθαριζόμαστε, καθαριζόμασταν
καθάριζεςκαθαρίζατεκαθαριζόσουν(α)καθαριζόσαστε, καθαριζόσασταν
καθάριζεκαθάριζαν, καθαρίζαν(ε)καθαριζόταν(ε)καθαρίζονταν, καθαριζόντανε, καθαριζόντουσαν
Aoristκαθάρισακαθαρίσαμεκαθαρίστηκακαθαριστήκαμε
καθάρισεςκαθαρίσατεκαθαρίστηκεςκαθαριστήκατε
καθάρισεκαθάρισαν, καθαρίσαν(ε)καθαρίστηκεκαθαρίστηκαν, καθαριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καθαρίσει
έχω καθαρισμένο
έχουμε καθαρίσει
έχουμε καθαρισμένο
έχω καθαριστεί
είμαι καθαρισμένος, -η
έχουμε καθαριστεί
είμαστε καθαρισμένοι, -ες
έχεις καθαρίσει
έχεις καθαρισμένο
έχετε καθαρίσει
έχετε καθαρισμένο
έχεις καθαριστεί
είσαι καθαρισμένος, -η
έχετε καθαριστεί
είστε καθαρισμένοι, -ες
έχει καθαρίσει
έχει καθαρισμένο
έχουν καθαρίσει
έχουν καθαρισμένο
έχει καθαριστεί
είναι καθαρισμένος, -η, -ο
έχουν καθαριστεί
είναι καθαρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καθαρίσει
είχα καθαρισμένο
είχαμε καθαρίσει
είχαμε καθαρισμένο
είχα καθαριστεί
ήμουν καθαρισμένος, -η
είχαμε καθαριστεί
ήμαστε καθαρισμένοι, -ες
είχες καθαρίσει
είχες καθαρισμένο
είχατε καθαρίσει
είχατε καθαρισμένο
είχες καθαριστεί
ήσουν καθαρισμένος, -η
είχατε καθαριστεί
ήσαστε καθαρισμένοι, -ες
είχε καθαρίσει
είχε καθαρισμένο
είχαν καθαρίσει
είχαν καθαρισμένο
είχε καθαριστεί
ήταν καθαρισμένος, -η, -ο
είχαν καθαριστεί
ήταν καθαρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθαρίζωθα καθαρίζουμε, θα καθαρίζομεθα καθαρίζομαιθα καθαριζόμαστε
θα καθαρίζειςθα καθαρίζετεθα καθαρίζεσαιθα καθαρίζεστε, θα καθαριζόσαστε
θα καθαρίζειθα καθαρίζουν(ε)θα καθαρίζεταιθα καθαρίζονται
Fut
ur
θα καθαρίσωθα καθαρίσουμε, θα καθαρίζομεθα καθαριστώθα καθαριστούμε
θα καθαρίσειςθα καθαρίσετεθα καθαριστείςθα καθαριστείτε
θα καθαρίσειθα καθαρίσουν(ε)θα καθαριστείθα καθαριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καθαρίσει
θα έχω καθαρισμένο
θα έχουμε καθαρίσει
θα έχουμε καθαρισμένο
θα έχω καθαριστεί
θα είμαι καθαρισμένος, -η
θα έχουμε καθαριστεί
θα είμαστε καθαρισμένοι, -ες
θα έχεις καθαρίσει
θα έχεις καθαρισμένο
θα έχετε καθαρίσει
θα έχετε καθαρισμένο
θα έχεις καθαριστεί
θα είσαι καθαρισμένος, -η
θα έχετε καθαριστεί
θα είστε καθαρισμένοι, -ες
θα έχει καθαρίσει
θα έχει καθαρισμένο
θα έχουν καθαρίσει
θα έχουν καθαρισμένο
θα έχει καθαριστεί
θα είναι καθαρισμένος, -η, -ο
θα έχουν καθαριστεί
θα είναι καθαρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθαρίζωνα καθαρίζουμε, να καθαρίζομενα καθαρίζομαινα καθαριζόμαστε
να καθαρίζειςνα καθαρίζετενα καθαρίζεσαινα καθαρίζεστε, να καθαριζόσαστε
να καθαρίζεινα καθαρίζουν(ε)να καθαρίζεταινα καθαρίζονται
Aoristνα καθαρίσωνα καθαρίσουμε, να καθαρίσομενα καθαριστώνα καθαριστούμε
να καθαρίσειςνα καθαρίσετενα καθαριστείςνα καθαριστείτε
να καθαρίσεινα καθαρίσουν(ε)να καθαριστείνα καθαριστούν(ε)
Perfνα έχω καθαρίσει
να έχω καθαρισμένο
να έχουμε καθαρίσει
να έχουμε καθαρισμένο
να έχω καθαριστεί
να είμαι καθαρισμένος, -η
να έχουμε καθαριστεί
να είμαστε καθαρισμένοι, -ες
να έχεις καθαρίσει
να έχεις καθαρισμένο
να έχετε καθαρίσει
να έχετε καθαρισμένο
να έχεις καθαριστεί
να είσαι καθαρισμένος, -η
να έχετε καθαριστεί
να είστε καθαρισμένοι, -ες
να έχει καθαρίσει
να έχει καθαρισμένο
να έχουν καθαρίσει
να έχουν καθαρισμένο
να έχει καθαριστεί
να είναι καθαρισμένος, -η, -ο
να έχουν καθαριστεί
να είναι καθαρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκαθάριζεκαθαρίζετεκαθαρίζεστε
Aoristκαθάρισεκαθαρίστεκαθαρίσουκαθαριστείτε
Part
izip
Presκαθαρίζονταςκαθαριζόμενος
Perfέχοντας καθαρίσει, έχοντας καθαρισμένοκαθαρισμένος, -η, -οκαθαρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαθαρίσεικαθαριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback