λογαριάζω Verb (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Du sollst wissen, dass, wenn ich mit deiner Hilfe rechnen kann, du mit meiner rechnen kannst. | Αν δεν μπορώ να λογαριάζω στην υποστήριξή σου, δεν μπορείς να βασίζεσαι και στην δική μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
rechnen |
kalkulieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rechne | ||
du | rechnest | |||
er, sie, es | rechnet | |||
Präteritum | ich | rechnete | ||
Konjunktiv II | ich | rechnete | ||
Imperativ | Singular | rechne! | ||
Plural | rechnet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gerechnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:rechnen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | λογαριάζω | λογαριάζουμε, λογαριάζομε | λογαριάζομαι | λογαριαζόμαστε |
λογαριάζεις | λογαριάζετε | λογαριάζεσαι | λογαριάζεστε, λογαριαζόσαστε | ||
λογαριάζει | λογαριάζουν(ε) | λογαριάζεται | λογαριάζονται | ||
Imper fekt | λογάριαζα | λογαριάζαμε | λογαριαζόμουν(α) | λογαριαζόμαστε, λογαριαζόμασταν | |
λογάριαζες | λογαριάζατε | λογαριαζόσουν(α) | λογαριαζόσαστε, λογαριαζόσασταν | ||
λογάριαζε | λογάριαζαν, λογαριάζαν(ε) | λογαριαζόταν(ε) | λογαριάζονταν, λογαριαζόντανε, λογαριαζόντουσαν | ||
Aorist | λογάριασα | λογαριάσαμε | λογαριάστηκα | λογαριαστήκαμε | |
λογάριασες | λογαριάσατε | λογαριάστηκες | λογαριαστήκατε | ||
λογάριασε | λογάριασαν, λογαριάσαν(ε) | λογαριάστηκε | λογαριάστηκαν, λογαριαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω λογαριάσει | έχουμε λογαριάσει | έχω λογαριαστεί | έχουμε λογαριαστεί | |
έχεις λογαριάσει | έχετε λογαριάσει | έχεις λογαριαστεί | έχετε λογαριαστεί | ||
έχει λογαριάσει | έχουν λογαριάσει | έχει λογαριαστεί | έχουν λογαριαστεί | ||
Plu per fekt | είχα λογαριάσει είχα λογαριασμένο | είχαμε λογαριάσει είχαμε αγορσμένο | είχα λογαριαστεί ήμουν λογαριασμένος, -η | είχαμε λογαριαστεί ήμαστε λογαριασμένοι, -ες | |
είχες λογαριάσει είχες λογαριασμένο | είχατε λογαριάσει είχατε λογαριασμένο | είχες λογαριαστεί ήσουν λογαριασμένος, -η | είχατε λογαριαστεί ήσαστε λογαριασμένοι, -ες | ||
είχε λογαριάσει είχε λογαριασμένο | είχαν λογαριάσει είχαν λογαριασμένο | είχε λογαριαστεί ήταν λογαριασμένος, -η, -ο | είχαν λογαριαστεί ήταν λογαριασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα λογαριάζω | θα λογαριάζουμε, | θα λογαριάζομαι | θα λογαριαζόμαστε | |
θα λογαριάζεις | θα λογαριάζετε | θα λογαριάζεσαι | θα λογαριάζεστε, | ||
θα λογαριάζει | θα λογαριάζουν(ε) | θα λογαριάζεται | θα λογαριάζονται | ||
Fut ur | θα λογαριάσω | θα λογαριάσουμε, | θα λογαριαστώ | θα λογαριαστούμε | |
θα λογαριάσεις | θα λογαριάσετε | θα λογαριαστείς | θα λογαριαστείτε | ||
θα λογαριάσει | θα λογαριάσουν(ε) | θα λογαριαστεί | θα λογαριαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω λογαριάσει θα έχω λογαριασμένο | θα έχουμε λογαριάσει θα έχουμε λογαριασμένο | θα έχω λογαριαστεί θα είμαι λογαριασμένος, -η | θα έχουμε λογαριαστεί | |
θα έχεις λογαριάσει θα έχεις λογαριασμένο | θα έχετε λογαριάσει θα έχετε λογαριασμένο | θα έχεις λογαριαστεί θα είσαι λογαριασμένος, -η | θα έχετε λογαριαστεί θα είστε λογαριασμένοι, -ες | ||
θα έχει λογαριάσει θα έχει λογαριασμένο | θα έχουν λογαριάσει θα έχουν λογαριασμένο | θα έχει λογαριαστεί θα είναι λογαριασμένος, -η, -ο | θα έχουν λογαριαστεί θα είναι λογαριασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να λογαριάζω | να λογαριάζουμε, | να λογαριάζομαι | να λογαριαζόμαστε |
να λογαριάζεις | να λογαριάζετε | να λογαριάζεσαι | να λογαριάζεστε, | ||
να λογαριάζει | να λογαριάζουν(ε) | να λογαριάζεται | να λογαριάζονται | ||
Aorist | να λογαριάσω | να λογαριάσουμε, | να λογαριαστώ | να λογαριαστούμε | |
να λογαριάσεις | να λογαριάσετε | να λογαριαστείς | να λογαριαστείτε | ||
να λογαριάσει | να λογαριάσουν(ε) | να λογαριαστεί | να λογαριαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω λογαριάσει να έχω λογαριασμένο | να έχουμε λογαριάσει | να έχω λογαριαστεί | να έχουμε λογαριαστεί | |
να έχεις λογαριάσει | να έχετε λογαριάσει να έχετε λογαριασμένο | να έχεις λογαριαστεί να είσαι λογαριασμένος, -η | να έχετε λογαριαστεί να είστε λογαριασμένοι, -ες | ||
να έχει λογαριάσει να έχει λογαριασμένο | να έχουν λογαριάσει να έχουν λογαριασμένο | να έχει λογαριαστεί | να έχουν λογαριαστεί | ||
Imper ativ | Pres | λογάριαζε | λογαριάζετε | λογαριάζεστε | |
Aorist | λογάριασε | λογαριάστε | λογαριάσου | λογαριαστείτε | |
Part izip | Pres | λογαριάζοντας | λογαριαζόμενος | ||
Perf | έχοντας λογαριάσει, | λογαριασμένος, -η, -ο | λογαριασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | λογαριάσει | λογαριαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.