λογαριάζω Verb  [logariazo, lorariazo, logariazw]

  Verb
(1)

Etymologie zu λογαριάζω

λογαριάζω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Αν δεν μπορώ να λογαριάζω στην υποστήριξή σου, δεν μπορείς να βασίζεσαι και στην δική μου.Du sollst wissen, dass, wenn ich mit deiner Hilfe rechnen kann, du mit meiner rechnen kannst.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
rechnen
kalkulieren

Grammatik

Grammatik zu λογαριάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λογαριάζωλογαριάζουμε, λογαριάζομελογαριάζομαιλογαριαζόμαστε
λογαριάζειςλογαριάζετελογαριάζεσαιλογαριάζεστε, λογαριαζόσαστε
λογαριάζειλογαριάζουν(ε)λογαριάζεταιλογαριάζονται
Imper
fekt
λογάριαζαλογαριάζαμελογαριαζόμουν(α)λογαριαζόμαστε, λογαριαζόμασταν
λογάριαζεςλογαριάζατελογαριαζόσουν(α)λογαριαζόσαστε, λογαριαζόσασταν
λογάριαζελογάριαζαν, λογαριάζαν(ε)λογαριαζόταν(ε)λογαριάζονταν, λογαριαζόντανε, λογαριαζόντουσαν
Aoristλογάριασαλογαριάσαμελογαριάστηκαλογαριαστήκαμε
λογάριασεςλογαριάσατελογαριάστηκεςλογαριαστήκατε
λογάριασελογάριασαν, λογαριάσαν(ε)λογαριάστηκελογαριάστηκαν, λογαριαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω λογαριάσει
έχω λογαριασμένο
έχουμε λογαριάσει
έχουμε λογαριασμένο
έχω λογαριαστεί
είμαι λογαριασμένος, -η
έχουμε λογαριαστεί
είμαστε λογαριασμένοι, -ες
έχεις λογαριάσει
έχεις λογαριασμένο
έχετε λογαριάσει
έχετε λογαριασμένο
έχεις λογαριαστεί
είσαι λογαριασμένος, -η
έχετε λογαριαστεί
είστε λογαριασμένοι, -ες
έχει λογαριάσει
έχει λογαριασμένο
έχουν λογαριάσει
έχουν λογαριασμένο
έχει λογαριαστεί
είναι λογαριασμένος, -η, -ο
έχουν λογαριαστεί
είναι λογαριασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα λογαριάσει
είχα λογαριασμένο
είχαμε λογαριάσει
είχαμε αγορσμένο
είχα λογαριαστεί
ήμουν λογαριασμένος, -η
είχαμε λογαριαστεί
ήμαστε λογαριασμένοι, -ες
είχες λογαριάσει
είχες λογαριασμένο
είχατε λογαριάσει
είχατε λογαριασμένο
είχες λογαριαστεί
ήσουν λογαριασμένος, -η
είχατε λογαριαστεί
ήσαστε λογαριασμένοι, -ες
είχε λογαριάσει
είχε λογαριασμένο
είχαν λογαριάσει
είχαν λογαριασμένο
είχε λογαριαστεί
ήταν λογαριασμένος, -η, -ο
είχαν λογαριαστεί
ήταν λογαριασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λογαριάζωθα λογαριάζουμε, θα λογαριάζομεθα λογαριάζομαιθα λογαριαζόμαστε
θα λογαριάζειςθα λογαριάζετεθα λογαριάζεσαιθα λογαριάζεστε, θα λογαριαζόσαστε
θα λογαριάζειθα λογαριάζουν(ε)θα λογαριάζεταιθα λογαριάζονται
Fut
ur
θα λογαριάσωθα λογαριάσουμε, θα λογαριάζομεθα λογαριαστώθα λογαριαστούμε
θα λογαριάσειςθα λογαριάσετεθα λογαριαστείςθα λογαριαστείτε
θα λογαριάσειθα λογαριάσουν(ε)θα λογαριαστείθα λογαριαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λογαριάσει
θα έχω λογαριασμένο
θα έχουμε λογαριάσει
θα έχουμε λογαριασμένο
θα έχω λογαριαστεί
θα είμαι λογαριασμένος, -η
θα έχουμε λογαριαστεί
θα είμαστε λογαριασμένοι, -ες
θα έχεις λογαριάσει
θα έχεις λογαριασμένο
θα έχετε λογαριάσει
θα έχετε λογαριασμένο
θα έχεις λογαριαστεί
θα είσαι λογαριασμένος, -η
θα έχετε λογαριαστεί
θα είστε λογαριασμένοι, -ες
θα έχει λογαριάσει
θα έχει λογαριασμένο
θα έχουν λογαριάσει
θα έχουν λογαριασμένο
θα έχει λογαριαστεί
θα είναι λογαριασμένος, -η, -ο
θα έχουν λογαριαστεί
θα είναι λογαριασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λογαριάζωνα λογαριάζουμε, να λογαριάζομενα λογαριάζομαινα λογαριαζόμαστε
να λογαριάζειςνα λογαριάζετενα λογαριάζεσαινα λογαριάζεστε, να λογαριαζόσαστε
να λογαριάζεινα λογαριάζουν(ε)να λογαριάζεταινα λογαριάζονται
Aoristνα λογαριάσωνα λογαριάσουμε, να λογαριάσομενα λογαριαστώνα λογαριαστούμε
να λογαριάσειςνα λογαριάσετενα λογαριαστείςνα λογαριαστείτε
να λογαριάσεινα λογαριάσουν(ε)να λογαριαστείνα λογαριαστούν(ε)
Perfνα έχω λογαριάσει
να έχω λογαριασμένο
να έχουμε λογαριάσει
να έχουμε λογαριασμένο
να έχω λογαριαστεί
να είμαι λογαριασμένος, -η
να έχουμε λογαριαστεί
να είμαστε λογαριασμένοι, -ες
να έχεις λογαριάσει
να έχεις λογαριασμένο
να έχετε λογαριάσει
να έχετε λογαριασμένο
να έχεις λογαριαστεί
να είσαι λογαριασμένος, -η
να έχετε λογαριαστεί
να είστε λογαριασμένοι, -ες
να έχει λογαριάσει
να έχει λογαριασμένο
να έχουν λογαριάσει
να έχουν λογαριασμένο
να έχει λογαριαστεί
να είναι λογαριασμένος, -η, -ο
να έχουν λογαριαστεί
να είναι λογαριασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presλογάριαζελογαριάζετελογαριάζεστε
Aoristλογάριασελογαριάστελογαριάσουλογαριαστείτε
Part
izip
Presλογαριάζονταςλογαριαζόμενος
Perfέχοντας λογαριάσει, έχοντας λογαριασμένολογαριασμένος, -η, -ολογαριασμένοι, -ες, -α
InfinAoristλογαριάσειλογαριαστεί





Griechische Definition zu λογαριάζω

λογαριάζω [loγarjázo] -ομαι : 1. υπολογίζω, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις, περιλαμβάνω κτ. σε έναν υπολογισμό: Aυτό το ταξίδι στοίχισε πενήντα χιλιάδες, χωρίς να λογαριάσουμε τα μεταφορικά. Οι μισθοί του προσωπικού λογαριάζονται στα έξοδα της επιχείρησης. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback