rauchen
 Verb

καπνίζω Verb
(67)
DeutschGriechisch
In dieser Versammlung sollte man vielleicht nicht von seinen eigenen Erfahrungen ausgehen, aber ich selbst begann in sehr jungen Jahren zu rauchen.Σε αυτή την Ολομέλεια δεν θα πρέπει ίσως να ομιλεί κανείς εξ ιδίας πείρας, όμως εγώ άρχισα να καπνίζω όταν ήμουν πολύ νέα.

Übersetzung bestätigt

Doch ich bin 62 Jahre alt: Ich trinke nicht, ich gehe nicht mehr zu Frauen, weil.... " hier brach er ab "also lasst mir doch zumindest die Freude, meine Zigaretten zu rauchen es ist mir sonst kein Vergnügen geblieben -, womit ich niemandem Unannehmlichkeiten bereite. "Εγώ όμως είμαι εξήντα δύο ετών: δεν πίνω, δεν πηγαίνω πια με γυναίκες ...." εδώ δεν προχώρησε άλλο "αλλά τουλάχιστον αφήστε μου τη ευχαρίστηση να καπνίζω δεν μου έμεινε άλλη ευχαρίστηση χωρίς να ενοχλώ κανέναν" .

Übersetzung bestätigt

Ich rauche nicht. Ich halte die Warnungen für ausgezeichnet und werde auch nicht anfangen, zu rauchen.Δεν καπνίζω, πιστεύω ότι οι προειδοποιήσεις είναι θαυμάσιες και δεν πρόκειται να καπνίσω.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καπνίζωκαπνίζουμε, καπνίζομε
καπνίζειςκαπνίζετε
καπνίζεικαπνίζουν(ε)
Imper
fekt
κάπνιζακαπνίζαμε
κάπνιζεςκαπνίζατε
κάπνιζεκάπνιζαν, καπνίζαν(ε)
Aoristκάπνισακαπνίσαμε
κάπνισεςκαπνίσατε
κάπνισεκάπνισαν, καπνίσαν(ε)
Per
fekt
έχω καπνίσειέχουμε καπνίσει
έχεις καπνίσειέχετε καπνίσει
έχει καπνίσειέχουν καπνίσει
Plu
per
fekt
είχα καπνίσειείχαμε καπνίσει
είχες καπνίσειείχατε καπνίσει
είχε καπνίσειείχαν καπνίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καπνίζωθα καπνίζουμε, θα καπνίζομε
θα καπνίζειςθα καπνίζετε
θα καπνίζειθα καπνίζουν(ε)
Fut
ur
θα καπνίσωθα καπνίσουμε, θα καπνίζομε
θα καπνίσειςθα καπνίσετε
θα καπνίσειθα καπνίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καπνίσειθα έχουμε καπνίσει
θα έχεις καπνίσειθα έχετε καπνίσει
θα έχει καπνίσειθα έχουν καπνίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καπνίζωνα καπνίζουμε, να καπνίζομε
να καπνίζειςνα καπνίζετε
να καπνίζεινα καπνίζουν(ε)
Aoristνα καπνίσωνα καπνίσουμε, να καπνίσομε
να καπνίσειςνα καπνίσετε
να καπνίσεινα καπνίσουν(ε)
Perfνα έχω καπνίσεινα έχουμε καπνίσει
να έχεις καπνίσεινα έχετε καπνίσει
να έχει καπνίσεινα έχουν καπνίσει
Imper
ativ
Presκάπνιζεκαπνίζετε
Aoristκάπνισεκαπνίστε
Part
izip
Presκαπνίζοντας
Perfέχοντας καπνίσει
InfinAoristκαπνίσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback