pochen
 Verb

πάλλομαι Verb
(0)
χτυπώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sein eigenes und die Herzen der Zuschauer pochen zu hören, gleichzeitig...Να αισθάνεσαι τη καρδιά σου να χτυπά... όπως ακριβώς χτυπά η καρδιά του κοινού.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde darauf pochen.Θα σας κάνω να το τηρήσετε αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kam hierher, mein Lord, um wie Ihr darauf zu pochen... dass Euer Enkel nach Oxford zurückkehrt.Ταξίδευσα εδώ, λόρδε μου, για να προωθήσω τον ίδιο στόχο με σας, την επιστροφή του εγγονού σας στην Οξφόρδη.

Übersetzung nicht bestätigt

wie kann mein winziges Herz da pochen? Mein armes Hirn denken?Πως μπορει η μικρη μου καρδια να κτυπα και το μυαλο μου να σκεφτεται σκεψεις....

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn nicht Gott dieses Herz pochen lässt, diese Gedanken denkt und mein ganzes Leben lenkt?Εκτος αν ο Θεος κανει αυτο το κτυπημα, κανει την σκεψη, κανει αυτη τη ζωη....

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χτυπάω, χτυπώχτυπάμε, χτυπούμεχτυπιέμαιχτυπιόμαστε
χτυπάςχτυπάτεχτυπιέσαιχτυπιέστε, χτυπιόσαστε
χτυπάει, χτυπάχτυπάν(ε), χτυπούν(ε)χτυπιέταιχτυπιούνται, χτυπιόνται
Imper
fekt
χτυπούσα, χτύπαγαχτυπούσαμε, χτυπάγαμεχτυπιόμουν(α)χτυπιόμαστε, χτυπιόμασταν
χτυπούσες, χτύπαγεςχτυπούσατε, χτυπάγατεχτυπιόσουν(α)χτυπιόσαστε, χτυπιόσασταν
χτυπούσε, χτύπαγεχτυπούσαν(ε), χτύπαγαν, χτυπάγανεχτυπιόταν(ε)χτυπιόνταν(ε), χτυπιούνταν, χτυπιόντουσαν
Aoristχτύπησαχτυπήσαμεχτυπήθηκαχτυπηθήκαμε
χτύπησεςχτυπήσατεχτυπήθηκεςχτυπηθήκατε
χτύπησεχτύπησαν, χτυπήσαν(ε)χτυπήθηκεχτυπήθηκαν, χτυπηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω χτυπήσει
έχω χτυπημένο
έχουμε χτυπήσει
έχουμε χτυπημένο
έχω χτυπηθεί
είμαι χτυπημένος, -η
έχουμε χτυπηθεί
είμαστε χτυπημένοι, -ες
έχεις χτυπήσει
έχεις χτυπημένο
έχετε χτυπήσει
έχετε χτυπημένο
έχεις χτυπηθεί
είσαι χτυπημένος, -η
έχετε χτυπηθεί
είστε χτυπημένοι, -ες
έχει χτυπήσει
έχει χτυπημένο
έχουν χτυπήσει
έχουν χτυπημένο
έχει χτυπηθεί
είναι χτυπημένος, -η, -ο
έχουν χτυπηθεί
είναι χτυπημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα χτυπήσει
είχα χτυπημένο
είχαμε χτυπήσει
είχαμε χτυπημένο
είχα χτυπηθεί
ήμουν χτυπημένος, -η
είχαμε χτυπηθεί
ήμαστε χτυπημένοι, -ες
είχες χτυπήσει
είχες χτυπημένο
είχατε χτυπήσει
είχατε χτυπημένο
είχες χτυπηθεί
ήσουν χτυπημένος, -η
είχατε χτυπηθεί
ήσαστε χτυπημένοι, -ες
είχε χτυπήσει
είχε χτυπημένο
είχαν χτυπήσει
είχαν χτυπημένο
είχε χτυπηθεί
ήταν χτυπημένος, -η, -ο
είχαν χτυπηθεί
ήταν χτυπημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χτυπάω, θα χτυπώθα χτυπάμε, θα χτυπούμεθα χτυπιέμαιθα χτυπιόμαστε
θα χτυπάςθα χτυπάτεθα χτυπιέσαιθα χτυπιέστε, θα χτυπιόσαστε
θα χτυπάει, θα χτυπάθα χτυπάν(ε), θα χτυπούν(ε)θα χτυπιέταιθα χτυπιούνται, θα χτυπιόνται
Fut
ur
θα χτυπήσωθα χτυπήσουμε, θα χτυπήσομεθα χτυπηθώθα χτυπηθούμε
θα χτυπήσειςθα χτυπήσετεθα χτυπηθείςθα χτυπηθείτε
θα χτυπήσειθα χτυπήσουν(ε)θα χτυπηθείθα χτυπηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χτυπήσει
θα έχω χτυπημένο
θα έχουμε χτυπήσει
θα έχουμε χτυπημένο
θα έχω χτυπηθεί
θα είμαι χτυπημένος, -η
θα έχουμε χτυπηθεί
θα είμαστε χτυπημένοι, -ες
θα έχεις χτυπήσει
θα έχεις χτυπημένο
θα έχετε χτυπήσει
θα έχετε χτυπημένο
θα έχεις χτυπηθεί
θα είσαι χτυπημένος, -η
θα έχετε χτυπηθεί
θα είστε χτυπημένοι, -ες
θα έχει χτυπήσει
θα έχει χτυπημένο
θα έχουν χτυπήσει
θα έχουν χτυπημένο
θα έχει χτυπηθεί
θα είναι χτυπημένος, -η, -ο
θα έχουν χτυπηθεί
θα είναι χτυπημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χτυπάω, να χτυπώνα χτυπάμε, να χτυπούμενα χτυπιέμαινα χτυπιόμαστε
να χτυπάςνα χτυπάτενα χτυπιέσαινα χτυπιέστε, να χτυπιόσαστε
να χτυπάει, να χτυπάνα χτυπάν(ε), να χτυπούν(ε)να χτυπιέταινα χτυπιούνται, να χτυπιόνται
Aoristνα χτυπήσωνα χτυπήσουμε, να χτυπήσομενα χτυπηθώνα χτυπηθούμε
να χτυπήσειςνα χτυπήσετενα χτυπηθείςνα χτυπηθείτε
να χτυπήσεινα χτυπήσουν(ε)να χτυπηθείνα χτυπηθούν(ε)
Perfνα έχω χτυπήσει
να έχω χτυπημένο
να έχουμε χτυπήσει
να έχουμε χτυπημένο
να έχω χτυπηθεί
να είμαι χτυπημένος, -η
να έχουμε χτυπηθεί
να είμαστε χτυπημένοι, -ες
να έχεις χτυπήσει
να έχεις χτυπημένο
να έχετε χτυπήσει
να έχετε χτυπημένο
να έχεις χτυπηθεί
να είσαι χτυπημένος, -η
να έχετε χτυπηθεί
να είστε χτυπημένοι, -η
να έχει χτυπήσει
να έχει χτυπημένο
να έχουν χτυπήσει
να έχουν χτυπημένο
να έχει χτυπηθεί
να είναι χτυπημένος, -η, -ο
να έχουν χτυπηθεί
να είναι χτυπημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχτύπα, χτύπαγεχτυπάτεχτυπιέστε
Aoristχτύπησε, χτύπαχτυπήστεχτυπήσουχτυπηθείτε
Part
izip
Presχτυπώντας
Perfέχοντας χτυπήσει, έχοντας χτυπημένοχτυπημένος, -η, -οχτυπημένοι, -ες, -α
InfinAoristχτυπήσειχτυπηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback