Deutsch | Griechisch |
---|---|
Für uns als Geber heißt das, wir müssen auch Durchhaltevermögen zeigen, wie ich es nennen möchte. | Για εμάς, ως χορηγούς βοήθειας, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μπορούμε να δείξουμε αυτό που εγώ αποκαλώ αντοχή του χορηγού βοήθειας. Übersetzung bestätigt |
Erstens, etwas, was ich eine maßgeschneiderte Liberalisierung nennen würde, also eine Liberalisierung, die nicht einfach querfeldein geht, die nicht hinweggeht über das, was vernünftige, einsichtige Expertinnen und Experten meinen, sondern die zielgerichtet ist. | Πρώτον, επιτεύχθηκε αυτό που εγώ αποκαλώ ελευθέρωση "επί μέτρω" , δηλαδή μια ελευθέρωση που δεν καλύπτει απλά πολλούς τομείς, που δεν υπερβαίνει μόνο τα όρια που συνιστούσαν λογικοί και συνετοί εμπειρογνώμονες, αλλά που είναι προσανατολισμένη και σε συγκεκριμένους στόχους. Übersetzung bestätigt |
Es wäre günstig, wenn die Kommission dies berücksichtigt und sich morgen Vormittag in ihrer Erklärung zum Arbeitsprogramm der Kommission für 2001 bzw. zum Arbeitsprogramm von Kommission und Parlament, wie ich es gern nennen möchte öffentlich dazu äußert. | Θα μας βοηθούσε αν μπορούσε να το αναλάβει η Επιτροπή, και να κάνει δημοσίως μια σχετική δήλωση, αύριο το πρωί, κατά τη διάρκεια της δήλωσης που θα κάνει για το πρόγραμμα της Επιτροπής για το 2001 ή το πρόγραμμα της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου, όπως αρέσκομαι να το αποκαλώ. Übersetzung bestätigt |
Sie nennen es industrielle Umstrukturierung, aber ich würde ich es einen Prozess des industriellen Kannibalismus nennen: Bombardier hat Firmen als florierende Unternehmen gekauft, sie geschluckt und dann einige dieser Betriebe in mehreren europäischen Ländern geschlossen, bisher in sechs Ländern, darunter in meinem Land Portugal. | Την αποκαλείτε βιομηχανική αναδιάρθρωση, αλλά εγώ την αποκαλώ “διαδικασία βιομηχανικού κανιβαλισμού”: με άλλα λόγια, η εταιρεία Bombardier εξαγόρασε εταιρείες ως επικερδείς, τις απορρόφησε και, στη συνέχεια, έκλεισε ορισμένες από αυτές τις βιομηχανικές μονάδες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες – έξι έως σήμερα, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μου, της Πορτογαλίας. Übersetzung bestätigt |
Wir haben vereinbart, was ich einen "Sicherheitspakt" nennen würde. | Συμφωνήσαμε σε αυτό που αποκαλώ "σύμφωνο ασφάλειας". Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
nennenswert |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | nenne | ||
du | nennst | |||
er, sie, es | nennt | |||
Präteritum | ich | nannte | ||
Konjunktiv II | ich | nennte | ||
Imperativ | Singular | nenn! nenne! | ||
Plural | nennt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
genannt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:nennen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ονομάζω | ονομάζουμε, ονομάζομε | ονομάζομαι | ονομαζόμαστε |
ονομάζεις | ονομάζετε | ονομάζεσαι | ονομάζεστε, ονομαζόσαστε | ||
ονομάζει | ονομάζουν(ε) | ονομάζεται | ονομάζονται | ||
Imper fekt | ονόμαζα | ονομάζαμε | ονομαζόμουν(α) | ονομαζόμαστε, ονομαζόμασταν | |
ονόμαζες | ονομάζατε | ονομαζόσουν(α) | ονομαζόσαστε, ονομαζόσασταν | ||
ονόμαζε | ονόμαζαν, ονομάζαν(ε) | ονομαζόταν(ε) | ονομάζονταν, ονομαζόντανε, ονομαζόντουσαν | ||
Aorist | ονόμασα | ονομάσαμε | ονομάστηκα | ονομαστήκαμε | |
ονόμασες | ονομάσατε | ονομάστηκες | ονομαστήκατε | ||
ονόμασε | ονόμασαν, ονομάσαν(ε) | ονομάστηκε | ονομάστηκαν, ονομαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ονομάσει | έχουμε ονομάσει | έχω ονομαστεί | έχουμε ονομαστεί | |
έχεις ονομάσει | έχετε ονομάσει | έχεις ονομαστεί | έχετε ονομαστεί | ||
έχει ονομάσει | έχουν ονομάσει | έχει ονομαστεί | έχουν ονομαστεί | ||
Plu per fekt | είχα ονομάσει είχα ονομασμένο | είχαμε ονομάσει είχαμε ονομσμένο | είχα ονομαστεί ήμουν ονομασμένος, -η | είχαμε ονομαστεί ήμαστε ονομασμένοι, -ες | |
είχες ονομάσει είχες ονομασμένο | είχατε ονομάσει είχατε ονομασμένο | είχες ονομαστεί ήσουν ονομασμένος, -η | είχατε ονομαστεί ήσαστε ονομασμένοι, -ες | ||
είχε ονομάσει είχε ονομασμένο | είχαν ονομάσει είχαν ονομασμένο | είχε ονομαστεί ήταν ονομασμένος, -η, -ο | είχαν ονομαστεί ήταν ονομασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ονομάζω | θα ονομάζουμε, | θα ονομάζομαι | θα ονομαζόμαστε | |
θα ονομάζεις | θα ονομάζετε | θα ονομάζεσαι | θα ονομάζεστε, | ||
θα ονομάζει | θα ονομάζουν(ε) | θα ονομάζεται | θα ονομάζονται | ||
Fut ur | θα ονομάσω | θα ονομάσουμε, | θα ονομαστώ | θα ονομαστούμε | |
θα ονομάσεις | θα ονομάσετε | θα ονομαστείς | θα ονομαστείτε | ||
θα ονομάσει | θα ονομάσουν(ε) | θα ονομαστεί | θα ονομαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ονομάσει θα έχω ονομασμένο | θα έχουμε ονομάσει θα έχουμε ονομασμένο | θα έχω ονομαστεί θα είμαι ονομασμένος, -η | θα έχουμε ονομαστεί | |
θα έχεις ονομάσει θα έχεις ονομασμένο | θα έχετε ονομάσει θα έχετε ονομασμένο | θα έχεις ονομαστεί θα είσαι ονομασμένος, -η | θα έχετε ονομαστεί θα είστε ονομασμένοι, -ες | ||
θα έχει ονομάσει θα έχει ονομασμένο | θα έχουν ονομάσει θα έχουν ονομασμένο | θα έχει ονομαστεί θα είναι ονομασμένος, -η, -ο | θα έχουν ονομαστεί θα είναι ονομασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ονομάζω | να ονομάζουμε, | να ονομάζομαι | να ονομαζόμαστε |
να ονομάζεις | να ονομάζετε | να ονομάζεσαι | να ονομάζεστε, | ||
να ονομάζει | να ονομάζουν(ε) | να ονομάζεται | να ονομάζονται | ||
Aorist | να ονομάσω | να ονομάσουμε, | να ονομαστώ | να ονομαστούμε | |
να ονομάσεις | να ονομάσετε | να ονομαστείς | να ονομαστείτε | ||
να ονομάσει | να ονομάσουν(ε) | να ονομαστεί | να ονομαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ονομάσει να έχω ονομασμένο | να έχουμε ονομάσει | να έχω ονομαστεί | να έχουμε ονομαστεί | |
να έχεις ονομάσει | να έχετε ονομάσει να έχετε ονομασμένο | να έχεις ονομαστεί να είσαι ονομασμένος, -η | να έχετε ονομαστεί να είστε ονομασμένοι, -ες | ||
να έχει ονομάσει να έχει ονομασμένο | να έχουν ονομάσει να έχουν ονομασμένο | να έχει ονομαστεί | να έχουν ονομαστεί | ||
Imper ativ | Pres | ονόμαζε | ονομάζετε | ονομάζεστε | |
Aorist | ονόμασε | ονομάστε | ονομάσου | ονομαστείτε | |
Part izip | Pres | ονομάζοντας | ονομαζόμενος | ||
Perf | έχοντας ονομάσει, | ονομασμένος, -η, -ο | ονομασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ονομάσει | ονομαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.