ονομάζω Verb  [onomazo, onomazw]

  Verb
(15)

Etymologie zu ονομάζω

ονομάζω altgriechisch ὀνομάζω


GriechischDeutsch
Κύριε Επίτροπε, αναφέρομαι σε μία από τις απαντήσεις σας στις προηγούμενες ερωτήσεις, όπου μνημονεύετε αυτό που ονομάζω πιθανό "κλείδωμα" της Συνθήκης έναντι των κινδύνων παρέκκλισης, και κυρίως τη διαφοροποίηση των κυρώσεων που μπορούν να πλήξουν κάποιο κράτος μέλος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, για παραβίαση των θεμελιωδών ελευθεριών.Herr Kommissar, ich beziehe mich auf Ihre Antwort auf eine vorangegangene Frage, in der Sie auf die Möglichkeiten eingingen, den Vertrag wie ich es nennen will wasserdicht zu machen angesichts der Gefahren von Fehlentwicklungen, und insbesondere auf die Diversifizierung der Sanktionen, die gegen einen Mitgliedstaat in Anwendung von Artikel 7 wegen Verletzung der Grundfreiheiten verhängt werden können.

Übersetzung bestätigt

Τα θαρραλέα ρόδα του Αφγανιστάν, όπως προτιμώ να ονομάζω αυτές τις γυναίκες χρειάζονται την αλληλεγγύη μας, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κυρίως οι γυναίκες στηρίζει όλες τις οργανώσεις, όλα τα προγράμματα που μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση των γυναικών στο Αφγανιστάν.Die mutigen Rosen von Afghanistan, so möchte ich diese Frauen nennen, brauchen unsere Solidarität, und das Europäische Parlament, vor allen Dingen die Frauen, unterstützt alle Organisationen, alle Projekte, die die Lage der Frauen in Afghanistan verbessern können.

Übersetzung bestätigt

Και όταν έχω αυτό το διπλωμένο σχήμα το οποίο ονομάζω βάση, μπορείτε να κάνετε τα πόδια στενότερα, μπορείτε να τα λυγίσετε, μπορείτε να το μεταμορφώσετε στο τελικό σχήμα.Und dann, wenn ich diese gefaltete Form habe, die wir die Basis nennen, kann man die Beine schmaler machen, man kann sie biegen, man kann sie in die fertige Form bringen.

Übersetzung nicht bestätigt

Το καλύτερο εδώ στις αναδυόμενες οικονομίες -τις ονομάζω Νέα Ανατολή -θα περάσουν το όριο του αέρα.Das meiste davon hier in den Schwellenländern -ich nennen Sie den Neuen Osten -sie werden die Fluglinie überspringen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu ονομάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ονομάζωονομάζουμε, ονομάζομεονομάζομαιονομαζόμαστε
ονομάζειςονομάζετεονομάζεσαιονομάζεστε, ονομαζόσαστε
ονομάζειονομάζουν(ε)ονομάζεταιονομάζονται
Imper
fekt
ονόμαζαονομάζαμεονομαζόμουν(α)ονομαζόμαστε, ονομαζόμασταν
ονόμαζεςονομάζατεονομαζόσουν(α)ονομαζόσαστε, ονομαζόσασταν
ονόμαζεονόμαζαν, ονομάζαν(ε)ονομαζόταν(ε)ονομάζονταν, ονομαζόντανε, ονομαζόντουσαν
Aoristονόμασαονομάσαμεονομάστηκαονομαστήκαμε
ονόμασεςονομάσατεονομάστηκεςονομαστήκατε
ονόμασεονόμασαν, ονομάσαν(ε)ονομάστηκεονομάστηκαν, ονομαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ονομάσει
έχω ονομασμένο
έχουμε ονομάσει
έχουμε ονομασμένο
έχω ονομαστεί
είμαι ονομασμένος, -η
έχουμε ονομαστεί
είμαστε ονομασμένοι, -ες
έχεις ονομάσει
έχεις ονομασμένο
έχετε ονομάσει
έχετε ονομασμένο
έχεις ονομαστεί
είσαι ονομασμένος, -η
έχετε ονομαστεί
είστε ονομασμένοι, -ες
έχει ονομάσει
έχει ονομασμένο
έχουν ονομάσει
έχουν ονομασμένο
έχει ονομαστεί
είναι ονομασμένος, -η, -ο
έχουν ονομαστεί
είναι ονομασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ονομάσει
είχα ονομασμένο
είχαμε ονομάσει
είχαμε ονομσμένο
είχα ονομαστεί
ήμουν ονομασμένος, -η
είχαμε ονομαστεί
ήμαστε ονομασμένοι, -ες
είχες ονομάσει
είχες ονομασμένο
είχατε ονομάσει
είχατε ονομασμένο
είχες ονομαστεί
ήσουν ονομασμένος, -η
είχατε ονομαστεί
ήσαστε ονομασμένοι, -ες
είχε ονομάσει
είχε ονομασμένο
είχαν ονομάσει
είχαν ονομασμένο
είχε ονομαστεί
ήταν ονομασμένος, -η, -ο
είχαν ονομαστεί
ήταν ονομασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ονομάζωθα ονομάζουμε, θα ονομάζομεθα ονομάζομαιθα ονομαζόμαστε
θα ονομάζειςθα ονομάζετεθα ονομάζεσαιθα ονομάζεστε, θα ονομαζόσαστε
θα ονομάζειθα ονομάζουν(ε)θα ονομάζεταιθα ονομάζονται
Fut
ur
θα ονομάσωθα ονομάσουμε, θα ονομάζομεθα ονομαστώθα ονομαστούμε
θα ονομάσειςθα ονομάσετεθα ονομαστείςθα ονομαστείτε
θα ονομάσειθα ονομάσουν(ε)θα ονομαστείθα ονομαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ονομάσει
θα έχω ονομασμένο
θα έχουμε ονομάσει
θα έχουμε ονομασμένο
θα έχω ονομαστεί
θα είμαι ονομασμένος, -η
θα έχουμε ονομαστεί
θα είμαστε ονομασμένοι, -ες
θα έχεις ονομάσει
θα έχεις ονομασμένο
θα έχετε ονομάσει
θα έχετε ονομασμένο
θα έχεις ονομαστεί
θα είσαι ονομασμένος, -η
θα έχετε ονομαστεί
θα είστε ονομασμένοι, -ες
θα έχει ονομάσει
θα έχει ονομασμένο
θα έχουν ονομάσει
θα έχουν ονομασμένο
θα έχει ονομαστεί
θα είναι ονομασμένος, -η, -ο
θα έχουν ονομαστεί
θα είναι ονομασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ονομάζωνα ονομάζουμε, να ονομάζομενα ονομάζομαινα ονομαζόμαστε
να ονομάζειςνα ονομάζετενα ονομάζεσαινα ονομάζεστε, να ονομαζόσαστε
να ονομάζεινα ονομάζουν(ε)να ονομάζεταινα ονομάζονται
Aoristνα ονομάσωνα ονομάσουμε, να ονομάσομενα ονομαστώνα ονομαστούμε
να ονομάσειςνα ονομάσετενα ονομαστείςνα ονομαστείτε
να ονομάσεινα ονομάσουν(ε)να ονομαστείνα ονομαστούν(ε)
Perfνα έχω ονομάσει
να έχω ονομασμένο
να έχουμε ονομάσει
να έχουμε ονομασμένο
να έχω ονομαστεί
να είμαι ονομασμένος, -η
να έχουμε ονομαστεί
να είμαστε ονομασμένοι, -ες
να έχεις ονομάσει
να έχεις ονομασμένο
να έχετε ονομάσει
να έχετε ονομασμένο
να έχεις ονομαστεί
να είσαι ονομασμένος, -η
να έχετε ονομαστεί
να είστε ονομασμένοι, -ες
να έχει ονομάσει
να έχει ονομασμένο
να έχουν ονομάσει
να έχουν ονομασμένο
να έχει ονομαστεί
να είναι ονομασμένος, -η, -ο
να έχουν ονομαστεί
να είναι ονομασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presονόμαζεονομάζετεονομάζεστε
Aoristονόμασεονομάστεονομάσουονομαστείτε
Part
izip
Presονομάζονταςονομαζόμενος
Perfέχοντας ονομάσει, έχοντας ονομασμένοονομασμένος, -η, -οονομασμένοι, -ες, -α
InfinAoristονομάσειονομαστεί





Griechische Definition zu ονομάζω

ονομάζω [onomázo] -ομαι : 1α. δίνω ένα όνομα σε κπ. ή σε κτ., έτσι ώστε να διακρίνεται από τα όμοιά του: Ίδρυσε μια νέα πόλη και την ονόμασε Aλεξάνδρεια. || (για πρόσ.): Πώς το ονόμασαν το παιδί; Ο Σαούλ βαφτίστηκε και ονομάστηκε Παύλος. Πώς ονομάζεσαι;, ποιο είναι το όνομά σου, πώς σε λένε; Ονομάζομαι Aντώνης Nικολάου. || (για ζώο): Tο γάτο μας τον ονομάσαμε Φιντέλ. β. χαρακτηρίζω κτ. με συγκεκριμένη ονομασία που βασίζεται στις ιδιότητές του: Kυκλικές οργανικές ενώσεις ονομάζονται οι χημικές ενώσεις που… [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback