αναμειγνύω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Kann der Junge mischen! | Άσσος μπαστούνι. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn Sie das mit Zucker mischen, schluckt sie es. | Αν την τυλίξετε με ζάχαρη μπορεί να την καταπιεί. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich finde es ja falsch, Klassen zu mischen, auch bei Kindern. | Προσωπικά, θεωρώ ότι είναι μεγάλο λάθος να ανακατεύονται οι κοινωνικές τάξεις, ακόμη και ανάμεσα στα παιδιά. Übersetzung nicht bestätigt |
Und mischen ein bisschen rein. | Μπράβο! Ρίξε λίγο. Übersetzung nicht bestätigt |
Als er mich überredete, mich unter das Volk zu mischen, war das eine Falle. | Οταν με οδηγησε στο λαο μου, μου ειχε στησει παγιδα....... Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
mengen |
einblenden |
mischen |
zusammenschneiden |
einkopieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | mische | ||
du | mischst mischt | |||
er, sie, es | mischt | |||
Präteritum | ich | mischte | ||
Konjunktiv II | ich | mischte | ||
Imperativ | Singular | misch! | ||
Plural | mischt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gemischt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:mischen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναμειγνύω | αναμειγνύουμε, αναμειγνύομε | αναμειγνύομαι | αναμειγνυόμαστε |
αναμειγνύεις | αναμειγνύετε | αναμειγνύεσαι | αναμειγνύεστε, αναμειγνυόσαστε | ||
αναμειγνύει | αναμειγνύουν(ε) | αναμειγνύεται | αναμειγνύονται | ||
Imper fekt | αναδείκνυα | αναμειγνύαμε | αναμειγνυόμουν(α) | αναμειγνυόμαστε, αναμειγνυόμασταν | |
αναδείκνυες | αναμειγνύατε | αναμειγνυόσουν(α) | αναμειγνυόσαστε, αναμειγνυόσασταν | ||
αναδείκνυε | αναδείκνυαν, αναμειγνύαν(ε) | αναμειγνυόταν(ε) | αναμειγνύονταν, αναμειγνυόντανε, αναμειγνυόντουσαν | ||
Aorist | ανέμειξα, ανάμειξα | αναμείξαμε | αναμείχθηκα, αναμείχτηκα | αναμειχθήκαμε, αναμειχτήκαμε | |
ανέμειξες, ανάμειξες | αναμείξατε | αναμείχθηκες, αναμείχτηκες | αναμειχθήκατε, αναμειχτήκατε | ||
ανέμειξε, ανάμειξε | ανέμειξαν, ανάμειξαν, αναμείξαν(ε) | αναμείχθηκε, αναμείχτηκε | αναμείχθηκαν, αναμειχθήκαν(ε) αναμείχτηκαν, αναμειχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναμείξει | έχουμε αναμείξει | έχω αναμειχθεί | έχουμε αναμειχθεί | |
έχεις αναμείξει | έχετε αναμείξει | έχεις αναμειχθεί | έχετε αναμειχθεί | ||
έχει αναμείξει | έχουν αναμείξει | έχει αναμειχθεί | έχουν αναμειχθεί | ||
Plu per fekt | είχα αναμείξει | είχαμε αναμείξει | είχα αναμειχθεί | είχαμε αναμειχθεί | |
είχες αναμείξει | είχατε αναμείξει | είχες αναμειχθεί | είχατε αναμειχθεί | ||
είχε αναμείξει | είχαν αναμείξει | είχε αναμειχθεί | είχαν αναμειχθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναμειγνύω | θα αναμειγνύουμε, θα αναμειγνύομε | θα αναμειγνύομαι | θα αναμειγνυόμαστε | |
θα αναμειγνύεις | θα αναμειγνύετε | θα αναμειγνύεσαι | θα αναμειγνύεστε, θα αναμειγνυόσαστε | ||
θα αναμειγνύει | θα αναμειγνύουν(ε) | θα αναμειγνύεται | θα αναμειγνύονται | ||
Fut ur | θα αναμείξω | θα αναμείξουμε, θα αναμείξομε | θα αναμειχθώ | θα αναμειχθούμε | |
θα αναμείξεις | θα αναμείξετε | θα αναμειχθείς | θα αναμειχθείτε | ||
θα αναμείξει | θα αναμείξουν(ε) | θα αναμειχθεί | θα αναμειχθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναμείξει | θα έχουμε αναμείξει | θα έχω αναμειχθεί | θα έχουμε αναμειχθεί | |
θα έχεις αναμείξει | θα έχετε αναμείξει | θα έχεις αναμειχθεί | θα έχετε αναμειχθεί | ||
θα έχει αναμείξει | θα έχουν αναμείξει | θα έχει αναμειχθεί | θα έχουν αναμειχθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναμειγνύω | να αναμειγνύουμε, να αναμειγνύομε | να αναμειγνύομαι | να αναμειγνυόμαστε |
να αναμειγνύεις | να αναμειγνύετε | να αναμειγνύεσαι | να αναμειγνύεστε, να αναμειγνυόσαστε | ||
να αναμειγνύει | να αναμειγνύουν(ε) | να αναμειγνύεται | να αναμειγνύονται | ||
Aorist | να αναμείξω | να αναμείξουμε, να αναμείξομε | να αναμειχθώ | να αναμειχθούμε | |
να αναμείξεις | να αναμείξετε | να αναμειχθείς | να αναμειχθείτε | ||
να αναμείξει | να αναμείξουν(ε) | να αναμειχθεί | να αναμειχθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναμείξει | να έχουμε αναμείξει | να έχω αναμειχθεί | να έχουμε αναμειχθεί | |
να έχεις αναμείξει | να έχετε αναμείξει | να έχεις αναμειχθεί | να έχετε αναμειχθεί | ||
να έχει αναμείξει | να έχουν αναμείξει | να έχει αναμειχθεί | να έχουν αναμειχθεί | ||
Imper ativ | Pres | αναδείκνυε | αναμειγνύετε | αναμειγνύεστε | |
Aorist | ανάμειξε | αναμείξετε, αναμείξτε | αναμείξου | αναμειχθείτε | |
Part izip | Pres | αναμειγνύοντας | αναμειγνυόμενος | ||
Perf | έχοντας αναμείξει | ανα(με)μειγμένος, -η, -ο | ανα(με)μειγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναμείξει | αναμειχθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.