διαβάζω Verb (439) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich träume von dem Tag, an dem ich in Paris aus dem Zug steigen und auf einem Reklameschild lesen kann: 'Centrica noch immer nicht in der Hand der Russen gibt Millionen von Parisern Energie.' | Ονειρεύομαι την ημέρα όπου θα μπορώ να κατεβαίνω από το τρένο στο Παρίσι και να διαβάζω μια πινακίδα που θα αναγράφει: " " Centrica -την οποία ακόμη δεν έχουν αναλάβει Ρώσοι παρέχει ηλεκτρική ενέργεια σε εκατομμύρια Παριζιάνους". Übersetzung bestätigt |
Es beunruhigt mich zu lesen, dass in Deutschland Hunderte von Kirchen verschwinden, und es erfüllt mich auch mit Sorge festzustellen, dass in Italien immer noch wenig Kinder geboren werden; ich bin entsetzt über die Urteile von Richtern, die Männer freisprechen, die ihre Frauen im Namen ihrer Religion brutal verprügelt haben; ich bin erschrocken über die Verbreitung von Drogen unter europäischen Jugendlichen. | Ανησυχώ όταν διαβάζω ότι εκατοντάδες εκκλησίες εξαφανίζονται στη Γερμανία, όπως ανησυχώ όταν διαπιστώνω ότι στην Ιταλία γεννιούνται λίγα παιδιά· μου προκαλούν αποτροπιασμό οι αποφάσεις δικαστών που απαλλάσσουν άνδρες που κακοποιούν βάναυσα τις συζύγους τους εν ονόματι της θρησκείας τους· με ανησυχεί η εξάπλωση των ναρκωτικών μεταξύ των ευρωπαίων νέων. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte den Herrn Kommissar bitten, den letzten Abschnitt dieses Briefes aufmerksam zu lesen, wo steht, dass Versuche, den globalen Klimawandel zu verhindern, letztendlich sinnlos sind und eine tragische falsche Zuweisung von Ressourcen darstellen, die besser für echte und dringliche Probleme der Menschheit ausgegeben werden sollten. | Θα ήθελα να μελετήσει προσεκτικά ο Επίτροπος την τελευταία παράγραφο αυτής της επιστολής, από την οποία σας διαβάζω τώρα το εξής απόσπασμα: "Οι προσπάθειες να αποτραπεί η παγκόσμια κλιματική αλλαγή είναι τελικώς ανώφελες, και αποτελούν μια τραγική, λανθασμένη διάθεση πόρων που θα ήταν καλύτερο να δαπανηθούν για τα πραγματικά και κρίσιμα προβλήματα της ανθρωπότητας". Übersetzung bestätigt |
Als ich den Bericht erhielt, begann ich ihn mit großem Enthusiasmus zu lesen. | Όταν έλαβα την έκθεση, άρχιζα να την διαβάζω με μεγάλο ενθουσιασμό. Übersetzung bestätigt |
Ich halte es für inakzeptabel aber möglicherweise liege ich falsch -, in den Zeitungen zu lesen, dass Frankreich dies möchte, dass das Vereinigte Königreich jenes möchte, und dass Frau Merkel etwas anderes möchte. | Θεωρώ απαράδεκτο -ίσως όμως να κάνω λάθοςνα διαβάζω στις εφημερίδες ότι η Γαλλία επιθυμεί αυτό, ότι το "νωμένο Βασίλειο επιθυμεί εκείνο, ότι η κ. Merkel επιθυμεί κάτι άλλο. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
lesen |
entziffern |
decodieren |
entschlüsseln |
dechiffrieren |
dekodieren |
enträtseln |
dekryptieren |
Ähnliche Wörter |
---|
lesenswert |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lese | ||
du | liest | |||
er, sie, es | liest | |||
Präteritum | ich | las | ||
Konjunktiv II | ich | läse | ||
Imperativ | Singular | lies! | ||
Plural | lest! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gelesen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:lesen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαβάζω | διαβάζουμε, διαβάζομε | διαβάζομαι | διαβαζόμαστε |
διαβάζεις | διαβάζετε | διαβάζεσαι | διαβάζεστε, διαβαζόσαστε | ||
διαβάζει | διαβάζουν(ε) | διαβάζεται | διαβάζονται | ||
Imper fekt | διάβαζα | διαβάζαμε | διαβαζόμουν(α) | διαβαζόμαστε, διαβαζόμασταν | |
διάβαζες | διαβάζατε | διαβαζόσουν(α) | διαβαζόσαστε, διαβαζόσασταν | ||
διάβαζε | διάβαζαν, διαβάζαν(ε) | διαβαζόταν(ε) | διαβάζονταν, διαβαζόντανε, διαβαζόντουσαν | ||
Aorist | διάβασα | διαβάσαμε | διαβάστηκα | διαβαστήκαμε | |
διάβασες | διαβάσατε | διαβάστηκες | διαβαστήκατε | ||
διάβασε | διάβασαν, διαβάσαν(ε) | διαβάστηκε | διαβάστηκαν, διαβαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διαβάσει έχω διαβασμένο | έχουμε διαβάσει έχουμε διαβασμένο | έχω διαβαστεί είμαι διαβασμένος, -η | έχουμε διαβαστεί είμαστε διαβασμένοι, -ες | |
έχεις διαβάσει έχεις διαβασμένο | έχετε διαβάσει έχετε διαβασμένο | έχεις διαβαστεί είσαι διαβασμένος, -η | έχετε διαβαστεί είστε διαβασμένοι, -ες | ||
έχει διαβάσει έχει διαβασμένο | έχουν διαβάσει έχουν διαβασμένο | έχει διαβαστεί είναι διαβασμένος, -η, -ο | έχουν διαβαστεί είναι διαβασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα διαβάσει είχα διαβασμένο | είχαμε διαβάσει είχαμε διαβασμένο | είχα διαβαστεί ήμουν διαβασμένος, -η | είχαμε διαβαστεί ήμαστε διαβασμένοι, -ες | |
είχες διαβάσει είχες διαβασμένο | είχατε διαβάσει είχατε διαβασμένο | είχες διαβαστεί ήσουν διαβασμένος, -η | είχατε διαβαστεί ήσαστε διαβασμένοι, -ες | ||
είχε διαβάσει είχε διαβασμένο | είχαν διαβάσει είχαν διαβασμένο | είχε διαβαστεί ήταν διαβασμένος, -η, -ο | είχαν διαβαστεί ήταν διαβασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαβάζω | θα διαβάζουμε, θα διαβάζομε | θα διαβάζομαι | θα διαβαζόμαστε | |
θα διαβάζεις | θα διαβάζετε | θα διαβάζεσαι | θα διαβάζεστε, θα διαβαζόσαστε | ||
θα διαβάζει | θα διαβάζουν(ε) | θα διαβάζεται | θα διαβάζονται | ||
Fut ur | θα διαβάσω | θα διαβάσουμε, θα διαβάσομε | θα διαβαστώ | θα διαβαστούμε | |
θα διαβάσεις | θα διαβάσετε | θα διαβαστείς | θα διαβαστείτε | ||
θα διαβάσει | θα διαβάσουν(ε) | θα διαβαστεί | θα διαβαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω διαβάσει θα έχω διαβασμένο | θα έχουμε διαβάσει θα έχουμε διαβασμένο | θα έχω διαβαστεί θα είμαι διαβασμένος, -η | θα έχουμε διαβαστεί θα είμαστε διαβασμένοι, -ες | |
θα έχεις διαβάσει θα έχεις διαβασμένο | θα έχετε διαβάσει θα έχετε διαβασμένο | θα έχεις διαβαστεί θα είσαι διαβασμένος, -η | θα έχετε διαβαστεί θα είστε διαβασμένοι, -ες | ||
θα έχει διαβάσει θα έχει διαβασμένο | θα έχουν διαβάσει θα έχουν διαβασμένο | θα έχει διαβαστεί θα είναι διαβασμένος, -η, -ο | θα έχουν διαβαστεί θα είναι διαβασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαβάζω | να διαβάζουμε, να διαβάζομε | να διαβάζομαι | να διαβαζόμαστε |
να διαβάζεις | να διαβάζετε | να διαβάζεσαι | να διαβάζεστε, να διαβαζόσαστε | ||
να διαβάζει | να διαβάζουν(ε) | να διαβάζεται | να διαβάζονται | ||
Aorist | να διαβάσω | να διαβάσουμε, να διαβάσομε | να διαβαστώ | να διαβαστούμε | |
να διαβάσεις | να διαβάσετε | να διαβαστείς | να διαβαστείτε | ||
να διαβάσει | να διαβάσουν | να διαβαστεί | να διαβαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω διαβάσει να έχω διαβασμένο | να έχουμε διαβασμένο | να έχω διαβαστεί | να έχουμε διαβαστεί | |
να έχεις διαβασμένο | να έχετε διαβάσει να έχετε διαβασμένο | να έχεις διαβαστεί να είσαι διαβασμένος, -η | να έχετε διαβαστεί να είστε διαβασμένοι, -ες | ||
να έχει διαβάσει να έχει διαβασμένο | να έχουν διαβάσει να έχουν διαβασμένο | να έχει διαβαστεί | να έχουν διαβαστεί | ||
Imper ativ | Pres | διάβαζε | διαβάζετε | διαβάζεστε | |
Aorist | διάβασε | διαβάστε | διαβάσου | διαβαστείτε | |
Part izip | Pres | διαβάζοντας | διαβαζόμενος | ||
Perf | έχοντας διαβάσει, έχοντας διαβασμένο | διαβασμένος, -η, -ο | διαβασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαβάσει | διαβαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.