lachen
 Verb

γελάω Verb
(150)
γελώ Verb
(13)
DeutschGriechisch
Das sind die armen Unschuldigen, die inmitten des Raketenfeuers, der Bomben und der so genannten und ich muss lachen, wenn ich höre, wie solche Ausdrücke verwendet werden den gezielten intelligenten Bombardierungen gefangen sind.Είναι οι αθώοι που παγιδεύονται στη φωτιά του πυραύλου, στο βομβαρδισμό και στο λεγόμενο λέξεις που με κάνουν να γελάω όταν τις ακούω "στοχευσμένο έξυπνο βομβαρδισμό".

Übersetzung bestätigt

Ich muss manchmal lachen, wenn ich höre, dass die EU für 60 Jahre Frieden in Europa verantwortlich gewesen sein soll.Μερικές φορές γελάω όταν ακούω την υπόθεση ότι η ΕΕ είναι υπεύθυνη για τα 60 χρόνια ειρήνης στην Ευρώπη.

Übersetzung bestätigt

Tut mir leid, dass ich hier lachen muss aber Sie sehen so anders aus als damals in Haight-Ashbury in den 60ern.Συγχωρέστε με που γελάω αλλά φαίνεστε εντελώς διαφορετικοί από τότε στο Χέιτ-Άσμπουρι, το '60.

Übersetzung nicht bestätigt

"Professor Ghemawat, warum glauben Sie immer noch, dass die Welt rund ist?". Ich musste lachen, weil das so noch niemand formuliert hatte. (Gelächter)"Καθηγητή Γκέμαγατ, γιατί πιστεύετε ακόμα ότι η Γη είναι στρογγυλή;" Άρχισα να γελάω επειδή πρώτη φορά άκουγα κάτι τέτοιο.

Übersetzung nicht bestätigt

Menschen lachen und tanzen, aber ich hasse es, zu lachen ~Άνθρωποι γέλιο και χορό, αλλά μου αρέσει να γελάω ~

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γελάω, γελώγελάμε, γελούμεγελιέμαιγελιόμαστε
γελάςγελάτεγελιέσαιγελιέστε, γελιόσαστε
γελάει, γελάγελάν(ε), γελούν(ε)γελιέταιγελιούνται, γελιόνται
Imper
fekt
γελούσα, γέλαγαγελούσαμε, γελάγαμεγελιόμουν(α)γελιόμαστε, γελιόμασταν
γελούσες, γέλαγεςγελούσατε, γελάγατεγελιόσουν(α)γελιόσαστε, γελιόσασταν
γελούσε, γέλαγεγελούσαν(ε), γέλαγαν, γελάγανεγελιόταν(ε)γελιόνταν(ε), γελιούνταν, γελιόντουσαν
Aoristγέλασαγελάσαμεγελάστηκαγελαστήκαμε
γέλασεςγελάσατεγελάστηκεςγελαστήκατε
γέλασεγέλασαν, γελάσαν(ε)γελάστηκεγελάστηκαν, γελαστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω γελάσει
έχω γελασμένο
έχουμε γελάσει
έχουμε γελασμένο
έχω γελαστεί
είμαι γελασμένος, -η
έχουμε γελαστεί
είμαστε γελασμένοι, -ες
έχεις γελάσει
έχεις γελασμένο
έχετε γελάσει
έχετε γελασμένο
έχεις γελαστεί
είσαι γελασμένος, -η
έχετε γελαστεί
είστε γελασμένοι, -ες
έχει γελάσει
έχει γελασμένο
έχουν γελάσει
έχουν γελασμένο
έχει γελαστεί
είναι γελασμένος, -η, -ο
έχουν γελαστεί
είναι γελασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα γελάσει
είχα γελασμένο
είχαμε γελάσει
είχαμε γελασμένο
είχα γελαστεί
ήμουν γελασμένος, -η
είχαμε γελαστεί
ήμαστε γελασμένοι, -ες
είχες γελάσει
είχες γελασμένο
είχατε γελάσει
είχατε γελασμένο
είχες γελαστεί
ήσουν γελασμένος, -η
είχατε γελαστεί
ήσαστε γελασμένοι, -ες
είχε γελάσει
είχε γελασμένο
είχαν γελάσει
είχαν γελασμένο
είχε γελαστεί
ήταν γελημενος, -η, -ο
είχαν γελαστεί
ήταν γελασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γελάω, θα γελώθα γελάμε, θα γελούμεθα γελιέμαιθα γελιόμαστε
θα γελάςθα γελάτεθα γελιέσαιθα γελιέστε, θα γελιόσαστε
θα γελάει, θα γελάθα γελάν(ε), θα γελούν(ε)θα γελιέταιθα γελιούνται, θα γελιόνται
Fut
ur
θα γελάσωθα γελάσουμε, θα γελάσομεθα γελαστώθα γελαστούμε
θα γελάσειςθα γελάσετεθα γελαστείςθα γελαστείτε
θα γελάσειθα γελάσουν(ε)θα γελαστείθα γελαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γελάσει
θα έχω γελασμένο
θα έχουμε γελάσει
θα έχουμε γελασμένο
θα έχω γελαστεί
θα είμαι γελασμένος, -η
θα έχουμε γελαστεί
θα είμαστε γελασμένοι, -ες
θα έχεις γελάσει
θα έχεις γελασμένο
θα έχετε γελάσει
θα έχετε γελασμένο
θα έχεις γελαστεί
θα είσαι γελασμένος, -η
θα έχετε γελαστεί
θα είστε γελημενοι, -ες
θα έχει γελάσει
θα έχει γελασμένο
θα έχουν γελάσει
θα έχουν γελασμένο
θα έχει γελαστεί
θα είναι γελημένος, -η, -ο
θα έχουν γελαστεί
θα είναι γελασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γελάω, να γελώνα γελάμε, να γελούμενα γελιέμαινα γελιόμαστε
να γελάςνα γελάτενα γελιέσαινα γελιέστε
να γελάει, να γελάνα γελάν(ε), να γελούν(ε)να γελιέταινα γελιούνται, να γελιόνται
Aoristνα γελάσωνα γελάσουμε, να γελάσομενα γελαστώνα γελαστούμε
να γελάσειςνα γελάσετενα γελαστείςνα γελαστείτε
να γελάσεινα γελάσουν(ε)να γελαστείνα γελαστούν(ε)
Perfνα έχω γελάσει
να έχω γελασμένο
να έχουμε γελάσει
να έχουμε γελασμένο
να έχω γελαστεί
να είμαι γελασμένος, -η
να έχουμε γελαστεί
να είμαστε γελημενοι, -ες
να έχεις γελάσει
να έχεις γελασμένο
να έχετε γελάσει
να έχετε γελασμένο
να έχεις γελαστεί
να είσαι γελασμένος, -η
να έχετε γελαστεί
να είστε γελασμένοι, -η
να έχει γελάσει
να έχει γελασμένο
να έχουν γελάσει
να έχουν γελασμένο
να έχει γελαστεί
να είναι γελημένος, -η, -ο
να έχουν γελαστεί
να είναι γελασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγέλα, γέλαγεγελάτεγελιέστε
Aoristγέλασε, γέλαγελάστεγελάσουγελαστείτε
Part
izip
Presγελώντας
Perfέχοντας γελάσει, έχοντας γελασμένογελασμένος, -η, -ογελασμένοι, -ες, -α
InfinAoristγελάσειγελαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback