kullern
 Verb

κυλώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Manchmal sieht die Welt finster aus. Und die Tränen kullern deine Wangen herunter.Μερικές φορές όλα δείχνουν μαύρα, και δάκρυα κυλάνε από τα μάτια σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Eines Tages, wenn ich 'n langen weißen Bart hab und... zwei, drei Murmeln durchs Oberstübchen kullern, entlassen sie mich.'Οταν θα έχω γεράσει... και θα έχω ξεκουτιάνει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ja, lass die Tränen kullern.Ναι, άσε τα δάκρυα να κυλήσουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Du meinst, wenn nun Baby von der Arbeitsplatte kullern und in die offene 2. Schublade fallen würde?Εννοείς, τι θα γινόταν, αν το μωρό κυλούσε από τον νεροχύτη... μέσα στο ανοιχτό δεύτερο συρτάρι;

Übersetzung nicht bestätigt

Tränen kullern sein Gesicht hinunter.Δάκρυα τρέχουν στο πρόσωπό του.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
kollern
kugeln
rollen
kullern
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κυλάω, κυλώκυλάμε, κυλούμεκυλιέμαικυλιόμαστε
κυλάςκυλάτεκυλιέσαικυλιέστε, κυλιόσαστε
κυλάει, κυλάκυλάν(ε), κυλούν(ε)κυλιέταικυλιούνται, κυλιόνται
Imper
fekt
κυλούσα, κύλαγακυλούσαμε, κυλάγαμεκυλιόμουν(α)κυλιόμαστε, κυλιόμασταν
κυλούσες, κύλαγεςκυλούσατε, κυλάγατεκυλιόσουν(α)κυλιόσαστε, κυλιόσασταν
κυλούσε, κύλαγεκυλούσαν(ε), κύλαγαν, κυλάγανεκυλιόταν(ε)κυλιόνταν(ε), κυλιούνταν, κυλιόντουσαν
Aoristκύλησακυλήσαμεκυλίστηκακυλιστήκαμε
κύλησεςκυλήσατεκυλίστηκεςκυλιστήκατε
κύλησεκύλησαν, κυλήσαν(ε)κυλίστηκεκυλίστηκαν, κυλιστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κυλήσει
έχω κυλισμένο
έχουμε κυλήσει
έχουμε κυλισμένο
έχω κυλιστεί
είμαι κυλισμένος, -η
έχουμε κυλιστεί
είμαστε κυλισμένοι, -ες
έχεις κυλήσει
έχεις κυλισμένο
έχετε κυλήσει
έχετε κυλισμένο
έχεις κυλιστεί
είσαι κυλισμένος, -η
έχετε κυλιστεί
είστε κυλισμένοι, -ες
έχει κυλήσει
έχει κυλισμένο
έχουν κυλήσει
έχουν κυλισμένο
έχει κυλιστεί
είναι κυλισμένος, -η, -ο
έχουν κυλιστεί
είναι κυλισμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κυλήσει
είχα κυλισμένο
είχαμε κυλήσει
είχαμε κυλισμένο
είχα κυλιστεί
ήμουν κυλισμένος, -η
είχαμε κυλιστεί
ήμαστε κυλισμένοι, -ες
είχες κυλήσει
είχες κυλισμένο
είχατε κυλήσει
είχατε κυλισμένο
είχες κυλιστεί
ήσουν κυλισμένος, -η
είχατε κυλιστεί
ήσαστε κυλισμένοι, -ες
είχε κυλήσει
είχε κυλισμένο
είχαν κυλήσει
είχαν κυλισμένο
είχε κυλιστεί
ήταν κυλισμένος, -η, -ο
είχαν κυλιστεί
ήταν κυλισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κυλάω, θα κυλώθα κυλάμε, θα κυλούμεθα κυλιέμαιθα κυλιόμαστε
θα κυλάςθα κυλάτεθα κυλιέσαιθα κυλιέστε, θα κυλιόσαστε
θα κυλάει, θα κυλάθα κυλάν(ε), θα κυλούν(ε)θα κυλιέταιθα κυλιούνται, θα κυλιόνται
Fut
ur
θα κυλήσωθα κυλήσουμε, θα κυλήσομεθα κυλιστώθα κυλιστούμε
θα κυλήσειςθα κυλήσετεθα κυλιστείςθα κυλιστείτε
θα κυλήσειθα κυλήσουν(ε)θα κυλιστείθα κυλιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κυλήσει
θα έχω κυλισμένο
θα έχουμε κυλήσει
θα έχουμε κυλισμένο
θα έχω κυλιστεί
θα είμαι κυλισμένος, -η
θα έχουμε κυλιστεί
θα είμαστε κυλισμένοι, -ες
θα έχεις κυλήσει
θα έχεις κυλισμένο
θα έχετε κυλήσει
θα έχετε κυλισμένο
θα έχεις κυλιστεί
θα είσαι κυλισμένος, -η
θα έχετε κυλιστεί
θα είστε κυλισμένοι, -ες
θα έχει κυλήσει
θα έχει κυλισμένο
θα έχουν κυλήσει
θα έχουν κυλισμένο
θα έχει κυλιστεί
θα είναι κυλισμένος, -η, -ο
θα έχουν κυλιστεί
θα είναι κυλισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κυλάω, να κυλώνα κυλάμε, να κυλούμενα κυλιέμαινα κυλιόμαστε
να κυλάςνα κυλάτενα κυλιέσαινα κυλιέστε, να κυλιόσαστε
να κυλάει, να κυλάνα κυλάν(ε), να κυλούν(ε)να κυλιέταινα κυλιούνται, να κυλιόνται
Aoristνα κυλήσωνα κυλήσουμε, να κυλήσομενα κυλιστώνα κυλιστούμε
να κυλήσειςνα κυλήσετενα κυλιστείςνα κυλιστείτε
να κυλήσεινα κυλήσουν(ε)να κυλιστείνα κυλιστούν(ε)
Perfνα έχω κυλήσει
να έχω κυλισμένο
να έχουμε κυλήσει
να έχουμε κυλισμένο
να έχω κυλιστεί
να είμαι κυλισμένος, -η
να έχουμε κυλιστεί
να είμαστε κυλισμένοι, -ες
να έχεις κυλήσει
να έχεις κυλισμένο
να έχετε κυλήσει
να έχετε κυλισμένο
να έχεις κυλιστεί
να είσαι κυλισμένος, -η
να έχετε κυλιστεί
να είστε κυλισμένοι, -η
να έχει κυλήσει
να έχει κυλισμένο
να έχουν κυλήσει
να έχουν κυλισμένο
να έχει κυλιστεί
να είναι κυλισμένος, -η, -ο
να έχουν κυλιστεί
να είναι κυλισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκύλα, κύλαγεκυλάτεκυλιέστε
Aoristκύλησε, κύλακυλήστεκυλίσουκυλιστείτε
Part
izip
Presκυλώντας
Perfέχοντας κυλήσει, έχοντας κυλισμένοκυλισμένος, -η, -οκυλισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκυλήσεικυλιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback