konkurrieren
 Verb

συναγωνίζομαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sollte England als Seemacht konkurrieren, könnte das die Freundschaft Spaniens kosten.Εαν η Αγγλια προσπαθησει να παραβγει σε θαλασσια δυναμη.... Μπορει να της κοστισει την φιλια της με την Ισπανια.

Übersetzung nicht bestätigt

Mit diesem Fenster können wir nicht konkurrieren.Η βιτρίνα είναι φρικτή. Δεν υπάρχει κατάστημα στον δρόμο, που μην είναι καλύτερο.

Übersetzung nicht bestätigt

So ereilte es Ianto und Davy, die zwar die besten Arbeiter waren, aber zu gut bezahlt, um mit ärmeren, verzweifelten Männern zu konkurrieren.Κι ετσι συνεβη στον Αϊαντο και στον Νταβι, στους καλυτερους ανθρακωρυχους... Εξ' αιτιας του υψηλου μισθου τους σε σχεση με τους πιο απεγνωσμενους εργατες.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ich mit jemandem konkurrieren muss, dann unter gleichen Bedingungen.Αν πρέπει να συναγωνιστώ με κάποιον επίτρεψέ μου να το κάνω με τους ίδιους όρους.

Übersetzung nicht bestätigt

Damit können wir nicht konkurrieren.Φοβάμαι ότι δεν μπορούμε να τη συναγωνιστούμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συναγωνίζομαισυναγωνιζόμαστε
συναγωνίζεσαισυναγωνίζεστε, συναγωνιζόσαστε
συναγωνίζεταισυναγωνίζονται
Imper
fekt
συναγωνιζόμουν(α)συναγωνιζόμαστε, συναγωνιζόμασταν
συναγωνιζόσουν(α)συναγωνιζόσαστε, συναγωνιζόσασταν
συναγωνιζόταν(ε)συναγωνίζονταν, συναγωνιζόντανε, συναγωνιζόντουσαν
Aoristσυναγωνίστηκασυναγωνιστήκαμε
συναγωνίστηκεςσυναγωνιστήκατε
συναγωνίστηκεσυναγωνίστηκαν, συναγωνιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συναγωνιστείέχουμε συναγωνιστεί
έχεις συναγωνιστείέχετε συναγωνιστεί
έχει συναγωνιστείέχουν συναγωνιστεί
Plu
per
fekt
είχα συναγωνιστείείχαμε συναγωνιστεί
είχες συναγωνιστείείχατε συναγωνιστεί
είχε συναγωνιστείείχαν συναγωνιστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συναγωνίζομαιθα συναγωνιζόμαστε
θα συναγωνίζεσαιθα συναγωνίζεστε, θα συναγωνιζόσαστε
θα συναγωνίζεταιθα συναγωνίζονται
Fut
ur
θα συναγωνιστώθα συναγωνιστούμε
θα συναγωνιστείςθα συναγωνιστείτε
θα συναγωνιστείθα συναγωνιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συναγωνιστείθα έχουμε συναγωνιστεί
θα έχεις συναγωνιστείθα έχετε συναγωνιστεί
θα έχει συναγωνιστείθα έχουν συναγωνιστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συναγωνίζομαινα συναγωνιζόμαστε
να συναγωνίζεσαινα συναγωνίζεστε, να συναγωνιζόσαστε
να συναγωνίζεταινα συναγωνίζονται
Aoristνα συναγωνιστώνα συναγωνιστούμε
να συναγωνιστείςνα συναγωνιστείτε
να συναγωνιστείνα συναγωνιστούν(ε)
Perfνα έχω συναγωνιστείνα έχουμε συναγωνιστεί
να έχεις συναγωνιστείνα έχετε συναγωνιστεί
να έχει συναγωνιστείνα έχουν συναγωνιστεί
Imper
ativ
Presσυναγωνίζεστε
Aoristσυναγωνίσουσυναγωνιστείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristσυναγωνιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback