επικοινωνώ Verb (18) |
κοινωνώ Verb (1) |
μεταλαμβάνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich erlernte eine interpretierbare Sprache, welche mir nur dabei hilft mit ein paar Millionen Menschen, aus 7 Milliarden zu kommunizieren. | Έμαθα μια ερμηνεύριμη γλώσσα ... που με βοηθά να επικοινωνώ με μερικές δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, απο τα περίπου 7 δισ. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich mag es einfach mit Leuten zu kommunizieren. | Απλά μου αρέσει να επικοινωνώ με τον κόσμο. Übersetzung nicht bestätigt |
Und deshalb kann ich noch immer so gut kommunizieren wie früher. | Και εξ αιτίας αυτού, μπορώ να επικοινωνώ καλύτερα από ποτέ. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
(sich) verständigen |
kommunizieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | kommuniziere | ||
du | kommunizierst | |||
er, sie, es | kommuniziert | |||
Präteritum | ich | kommunizierte | ||
Konjunktiv II | ich | kommunizierte | ||
Imperativ | Singular | kommuniziere! kommunizier! | ||
Plural | kommuniziert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
kommuniziert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:kommunizieren |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | επικοινωνώ | επικοινωνούμε |
επικοινωνείς | επικοινωνείτε | ||
επικοινωνεί | επικοινωνούν(ε) | ||
Imper fekt | επικοινωνούσα | επικοινωνούσαμε | |
επικοινωνούσες | επικοινωνούσατε | ||
επικοινωνούσε | επικοινωνούσαν(ε) | ||
Aorist | επικοινώνησα | επικοινωνήσαμε | |
επικοινώνησες | επικοινωνήσατε | ||
επικοινώνησε | επικοινώνησαν, επικοινωνήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω επικοινωνήσει | έχουμε επικοινωνήσει | |
έχεις επικοινωνήσει | έχετε επικοινωνήσει | ||
έχει επικοινωνήσει | έχουν επικοινωνήσει | ||
Plu perf ekt | είχα επικοινωνήσει | είχαμε επικοινωνήσει | |
είχες επικοινωνήσει | είχατε επικοινωνήσει | ||
είχε επικοινωνήσει | είχαν επικοινωνήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα επικοινωνώ | θα επικοινωνούμε | |
θα επικοινωνείς | θα επικοινωνείτε | ||
θα επικοινωνεί | θα επικοινωνούν(ε) | ||
Fut ur | θα επικοινωνήσω | θα επικοινωνήσουμε | |
θα επικοινωνήσεις | θα επικοινωνήσετε | ||
θα επικοινωνήσει | θα επικοινωνήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω επικοινωνήσει | θα έχουμε επικοινωνήσει | |
θα έχεις επικοινωνήσει | θα έχετε επικοινωνήσει | ||
θα έχει επικοινωνήσει | θα έχουν επικοινωνήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να επικοινωνώ | να επικοινωνούμε |
να επικοινωνείς | να επικοινωνείτε | ||
να επικοινωνεί | να επικοινωνούν(ε) | ||
Aorist | να επικοινωνήσω | να επικοινωνήσουμε, να επικοινωνήσομε | |
να επικοινωνήσεις | να επικοινωνήσετε | ||
να επικοινωνήσει | να επικοινωνήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω επικοινωνήσει | να έχουμε επικοινωνήσει | |
να έχεις επικοινωνήσει | να έχετε επικοινωνήσει | ||
να έχει επικοινωνήσει | να έχουν επικοινωνήσει | ||
Imper ativ | Pres | επικοινωνείτε | |
Aorist | επικοινώνησε | επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε | |
Part izip | Pres | επικοινωνώντας | |
Perf | έχοντας επικοινωνήσει | ||
Infin | Aorist | επικοινωνήσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.