hinreißen
 Verb

ενθουσιάζω Verb
(0)
συναρπάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich lasse mich hinreißen.Παρασύρθηκα.

Übersetzung nicht bestätigt

Lassen Sie sich nicht von Ihren Impulsen hinreißen.Ελάτε, κύριε Μπράντον, μην είστε τόσο αυθόρμητος.

Übersetzung nicht bestätigt

Und damit ich mich zu keiner anderen Sünde hinreißen lasse, bleibt Ihr lieber hier.Αν αυτο ειναι το μονο αμαρτημα που μου επιτρεπετε... Η Ελβιρα μπορει να μεινει.

Übersetzung nicht bestätigt

Lass dich nicht hinreißen.Το κάθαρμα τολμάει και ρωτάει τι έχει κάνει!

Übersetzung nicht bestätigt

Verzeiht, ich habe mich hinreißen lassen.Συγvώμη, Yψηλότατε, Evθoυσιάστηκα.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ενθουσιάζωενθουσιάζουμε, ενθουσιάζομεενθουσιάζομαιενθουσιαζόμαστε
ενθουσιάζειςενθουσιάζετεενθουσιάζεσαιενθουσιάζεστε, ενθουσιαζόσαστε
ενθουσιάζειενθουσιάζουν(ε)ενθουσιάζεταιενθουσιάζονται
Imper
fekt
ενθουσίαζαενθουσιάζαμεενθουσιαζόμουναενθουσιαζόμαστε, ενθουσιαζόμασταν
ενθουσίαζεςενθουσιάζατεενθουσιαζόσουναενθουσιαζόσαστε, ενθουσιαζόσασταν
ενθουσίαζεενθουσίαζαν, ενθουσιάζαν(ε)ενθουσιαζότανεενθουσιάζονταν, ενθουσιαζόντανε, ενθουσιαζόντουσαν
Aoristενθουσίασαενθουσιάσαμεενθουσιάστηκαενθουσιαστήκαμε
ενθουσίασεςενθουσιάσατεενθουσιάστηκεςενθουσιαστήκατε
ενθουσίασεενθουσίασαν, ενθουσιάσαν(ε)ενθουσιάστηκεενθουσιάστηκαν, ενθουσιαστήκανε
Per
fekt
έχω ενθουσιάσει
έχω ενθουσιασμένο
έχουμε ενθουσιάσει
έχουμε ενθουσιασμένο
έχω ενθουσιαστεί
είμαι ενθουσιασμένος, -η
έχουμε ενθουσιαστεί
είμαστε ενθουσιασμένοι, -ες
έχεις ενθουσιάσει
έχεις ενθουσιασμένο
έχετε ενθουσιάσει
έχετε ενθουσιασμένο
έχεις ενθουσιαστεί
είσαι ενθουσιασμένος, -η
έχετε ενθουσιαστεί
είστε ενθουσιασμένοι, -ες
έχει ενθουσιάσει
έχει ενθουσιασμένο
έχουν ενθουσιάσει
έχουν ενθουσιασμένο
έχει ενθουσιαστεί
είναι ενθουσιασμένος, -η, -ο
έχουν ενθουσιαστεί
είναι ενθουσιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ενθουσιάσει
είχα ενθουσιασμένο
είχαμε ενθουσιάσει
είχαμε ενθουσιασμένο
είχα ενθουσιαστεί
ήμουν ενθουσιασμένος, -η
είχαμε ενθουσιαστεί
ήμαστε ενθουσιασμένοι, -ες
είχες ενθουσιάσει
είχες ενθουσιασμένο
είχατε ενθουσιάσει
είχατε ενθουσιασμένο
είχες ενθουσιαστεί
ήσουν ενθουσιασμένος, -η
είχατε ενθουσιαστεί
ήσαστε ενθουσιασμένοι, -ες
είχε ενθουσιάσει
είχε ενθουσιασμένο
είχαν ενθουσιάσει
είχαν ενθουσιασμένο
είχε ενθουσιαστεί
ήταν ενθουσιασμένος, -η, -ο
είχαν ενθουσιαστεί
ήταν ενθουσιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ενθουσιάζωθα ενθουσιάζουμε, θα ενθουσιάζομεθα ενθουσιάζομαιθα ενθουσιαζόμαστε
θα ενθουσιάζειςθα ενθουσιάζετεθα ενθουσιάζεσαιθα ενθουσιάζεστε, θα ενθουσιαζόσαστε
θα ενθουσιάζειθα ενθουσιάζουν(ε)θα ενθουσιάζεταιθα ενθουσιάζονται
Fut
ur
θα ενθουσιάσωθα ενθουσιάσουμε, θα ενθουσιάσομεθα ενθουσιαστώθα ενθουσιαστούμε
θα ενθουσιάσειςθα ενθουσιάσετεθα ενθουσιαστείςθα ενθουσιαστείτε
θα ενθουσιάσειθα ενθουσιάσουν(ε)θα ενθουσιαστείθα ενθουσιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ενθουσιάσει
θα έχω ενθουσιασμένο
θα έχουμε ενθουσιάσει
θα έχουμε ενθουσιασμένο
θα έχω ενθουσιαστεί
θα είμαι ενθουσιασμένος, -η
θα έχουμε ενθουσιαστεί
θα είμαστε ενθουσιασμένοι, -ες
θα έχεις ενθουσιάσει
θα έχεις ενθουσιασμένο
θα έχετε ενθουσιάσει
θα έχετε ενθουσιασμένο
θα έχεις ενθουσιαστεί
θα είσαι ενθουσιασμένος, -η
θα έχετε ενθουσιαστεί
θα είστε ενθουσιασμένοι, -ες
θα έχει ενθουσιάσει
θα έχει ενθουσιασμένο
θα έχουν ενθουσιάσει
θα έχουν ενθουσιασμένο
θα έχει ενθουσιαστεί
θα είναι ενθουσιασμένος, -η, -ο
θα έχουν ενθουσιαστεί
θα είναι ενθουσιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ενθουσιάζωνα ενθουσιάζουμε, να ενθουσιάζομενα ενθουσιάζομαινα ενθουσιαζόμαστε
να ενθουσιάζειςνα ενθουσιάζετενα ενθουσιάζεσαινα ενθουσιάζεστε, να ενθουσιαζόσαστε
να ενθουσιάζεινα ενθουσιάζουν(ε)να ενθουσιάζεταινα ενθουσιάζονται
Aoristνα ενθουσιάσωνα ενθουσιάσουμε, να ενθουσιάσομενα ενθουσιαστώνα ενθουσιαστούμε
να ενθουσιάσειςνα ενθουσιάσετενα ενθουσιαστείςνα ενθουσιαστείτε
να ενθουσιάσεινα ενθουσιάσουννα ενθουσιαστείνα ενθουσιαστούν(ε)
Perfνα έχω ενθουσιάσει
να έχω ενθουσιασμένο
να έχουμε ενθουσιάσει
να έχουμε ενθουσιασμένο
να έχω ενθουσιαστεί
να είμαι ενθουσιασμένος, -η
να έχουμε ενθουσιαστεί
να είμαστε ενθουσιασμένοι, -ες
να έχεις ενθουσιάσει
να έχεις ενθουσιασμένο
να έχετε ενθουσιάσει
να έχετε ενθουσιασμένο
να έχεις ενθουσιαστεί
να είσαι ενθουσιασμένος, -η
να έχετε ενθουσιαστεί
να είστε ενθουσιασμένοι, -ες
να έχει ενθουσιάσει
να έχει ενθουσιασμένο
να έχουν ενθουσιάσει
να έχουν ενθουσιασμένο
να έχει ενθουσιαστεί
να είναι ενθουσιασμένος, -η, -ο
να έχουν ενθουσιαστεί
να είναι ενθουσιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενθουσίαζεενθουσιάζετεενθουσιάζεστε
Aoristενθουσίασεενθουσιάστεενθουσιάσουενθουσιαστείτε
Part
izip
Presενθουσιάζονταςενθουσιαζόμενος
Perfέχοντας ενθουσιάσει, έχοντας ενθουσιασμένοενθουσιασμένος, -η, -οενθουσιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristενθουσιάσειενθουσιαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback