herzen
 Verb

χαϊδεύω Verb
(0)
χαϊδολογώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie herzen an ihnen rum und pieken ihnen die Augen aus, bis die Füllung rausquillt.Τα σφίγγουν, τους βγάζουν τα μάτια και τα μέλη τους.

Übersetzung nicht bestätigt

Wie es in der Bibel steht: "Es gibt eine Zeit zu herzen, und es gibt eine Zeit, aufzuhören mit dem herzen."Όπως λένε και οι γραφές: "Είναι καιρός του περιλαβείν και καιρός του μακρυθήναι από περιλήψεως".

Übersetzung nicht bestätigt

Und die Zeit zu herzen kommt jetzt.Τώρα είναι ώρα για εναγκαλισμούς.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir müssen ihn behalten und herzen und polieren und ihn nur ab und an rausholen,... wenn wir in den Park gehen und unsere Lieblingsszenen aus den Filmen nachspielen.Πρέπει να το κρατήσουμε να το αγαπάμε και να το γυαλίζουμε και να το βγάζουμε που και που όταν πάμε στο πάρκο και παίζουμε τις αγαπημένες μας σκηνές από ταινίες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich könnte Dinge auf Instagram herzen.Θα κάνω like σε μαλακίες στο Instagram.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
herzen
knuddeln
Ähnliche Wörter
herzensgut

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χαϊδεύωχαϊδεύουμε, χαϊδεύομεχαϊδεύομαιχαϊδευόμαστε
χαϊδεύειςχαϊδεύετεχαϊδεύεσαιχαϊδεύεστε, χαϊδευόσαστε
χαϊδεύειχαϊδεύουν(ε)χαϊδεύεταιχαϊδεύονται
Imper
fekt
χάιδευαχαϊδεύαμεχαϊδευόμουν(α)χαϊδευόμαστε, χαϊδευόμασταν
χάιδευεςχαϊδεύατεχαϊδευόσουν(α)χαϊδευόσαστε, χαϊδευόσασταν
χάιδευεχάιδευαν, χαϊδεύαν(ε)χαϊδευόταν(ε)χαϊδεύονταν, χαϊδευόντανε, χαϊδευόντουσαν
Aoristχάιδεψαχαϊδέψαμεχαϊδεύτηκαχαϊδευτήκαμε
χάιδεψεςχαϊδέψατεχαϊδεύτηκεςχαϊδευτήκατε
χάιδεψεχάιδεψαν, χαϊδέψαν(ε)χαϊδεύτηκεχαϊδεύτηκαν, χαϊδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χαϊδέψει
έχω χαϊδεμένο
έχουμε χαϊδέψει
έχουμε χαϊδεμένο
έχω χαϊδευτεί
είμαι χαϊδεμένος, -η
έχουμε χαϊδευτεί
είμαστε χαϊδεμένοι, -ες
έχεις χαϊδέψει
έχεις χαϊδεμένο
έχετε χαϊδέψει
έχετε χαϊδεμένο
έχεις χαϊδευτεί
είσαι χαϊδεμένος, -η
έχετε χαϊδευτεί
είστε χαϊδεμένοι, -ες
έχει χαϊδέψει
έχει χαϊδεμένο
έχουν χαϊδέψει
έχουν χαϊδεμένο
έχει χαϊδευτεί
είναι χαϊδεμένος, -η, -ο
έχουν χαϊδευτεί
είναι χαϊδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χαϊδέψει
είχα χαϊδεμένο
είχαμε χαϊδέψει
είχαμε χαϊδεμένο
είχα χαϊδευτεί
ήμουν χαϊδεμένος, -η
είχαμε χαϊδευτεί
ήμαστε χαϊδεμένοι, -ες
είχες χαϊδέψει
είχες χαϊδεμένο
είχατε χαϊδέψει
είχατε χαϊδεμένο
είχες χαϊδευτεί
ήσουν χαϊδεμένος, -η
είχατε χαϊδευτεί
ήσαστε χαϊδεμένοι, -ες
είχε χαϊδέψει
είχε χαϊδεμένο
είχαν χαϊδέψει
είχαν χαϊδεμένο
είχε χαϊδευτεί
ήταν χαϊδεμένος, -η, -ο
είχαν χαϊδευτεί
ήταν χαϊδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χαϊδεύωθα χαϊδεύουμε, θα χαϊδεύομεθα χαϊδεύομαιθα χαϊδευόμαστε
θα χαϊδεύειςθα χαϊδεύετεθα χαϊδεύεσαιθα χαϊδεύεστε, θα χαϊδευόσαστε
θα χαϊδεύειθα χαϊδεύουν(ε)θα χαϊδεύεταιθα χαϊδεύονται
Fut
ur
θα χαϊδέψωθα χαϊδέψουμε, θα χαϊδέψομεθα χαϊδευτώθα χαϊδευτούμε
θα χαϊδέψειςθα χαϊδέψετεθα χαϊδευτείςθα χαϊδευτείτε
θα χαϊδέψειθα χαϊδέψουν(ε)θα χαϊδευτείθα χαϊδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χαϊδέψει
θα έχω χαϊδεμένο
θα έχουμε χαϊδέψει
θα έχουμε χαϊδεμένο
θα έχω χαϊδευτεί
θα είμαι χαϊδεμένος, -η
θα έχουμε χαϊδευτεί
θα είμαστε χαϊδεμένοι, -ες
θα έχεις χαϊδέψει
θα έχεις χαϊδεμένο
θα έχετε χαϊδέψει
θα έχετε χαϊδεμένο
θα έχεις χαϊδευτεί
θα είσαι χαϊδεμένος, -η
θα έχετε χαϊδευτεί
θα είστε χαϊδεμένοι, -ες
θα έχει χαϊδέψει
θα έχει χαϊδεμένο
θα έχουν χαϊδέψει
θα έχουν χαϊδεμένο
θα έχει χαϊδευτεί
θα είναι χαϊδεμένος, -η, -ο
θα έχουν χαϊδευτεί
θα είναι χαϊδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χαϊδεύωνα χαϊδεύουμε, να χαϊδεύομενα χαϊδεύομαινα χαϊδευόμαστε
να χαϊδεύειςνα χαϊδεύετενα χαϊδεύεσαινα χαϊδεύεστε, να χαϊδευόσαστε
να χαϊδεύεινα χαϊδεύουν(ε)να χαϊδεύεταινα χαϊδεύονται
Aoristνα χαϊδέψωνα χαϊδέψουμε, να χαϊδέψομενα χαϊδευτώνα χαϊδευτούμε
να χαϊδέψειςνα χαϊδέψετενα χαϊδευτείςνα χαϊδευτείτε
να χαϊδέψεινα χαϊδέψουν(ε)να χαϊδευτείνα χαϊδευτούν(ε)
Perfνα έχω χαϊδέψει
να έχω χαϊδεμένο
να έχουμε χαϊδέψει
να έχουμε χαϊδεμένο
να έχω χαϊδευτεί
να είμαι χαϊδεμένος, -η
να έχουμε χαϊδευτεί
να είμαστε χαϊδεμένοι, -ες
να έχεις χαϊδέψει
να έχεις χαϊδεμένο
να έχετε χαϊδέψει
να έχετε χαϊδεμένο
να έχεις χαϊδευτεί
να είσαι χαϊδεμένος, -η
να έχετε χαϊδευτεί
να είστε χαϊδεμένοι, -ες
να έχει χαϊδέψει
να έχει χαϊδεμένο
να έχουν χαϊδέψει
να έχουν χαϊδεμένο
να έχει χαϊδευτεί
να είναι χαϊδεμένος, -η, -ο
να έχουν χαϊδευτεί
να είναι χαϊδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχάιδευεχαϊδεύετεχαϊδεύεστε
Aoristχάιδεψεχαϊδέψτε, χαϊδεύτεχαϊδέψουχαϊδευτείτε
Part
izip
Presχαϊδεύοντας
Perfέχοντας χαϊδέψει, έχοντας χαϊδεμένοχαϊδεμένος, -η, -οχαϊδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristχαϊδέψειχαϊδευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback