heraufbeschwören
 Verb

αναπολώ Verb
(0)
προκαλώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ein Wort noch an die Weisen, an die Gerümpelsammler dieser Welt. An die Kuriositätensucher und an die Antiquitätenliebhaber, an alle, die Wunder an den komischsten Orten heraufbeschwören.Μια σοφή παρότρυνση τώρα στους συλλέκτες απορριμάτων του κόσμου, στους αναζητητές τιμαλφών αντικειμένων, στον καθένα που θα προσπαθούσε να βρει ένα θαύμα στα πιο απίθανα μέρη.

Übersetzung nicht bestätigt

Den Dämonensturm heraufbeschwören.Έκκληση της δαιμονικής καταιγίδας.

Übersetzung nicht bestätigt

Er sagt, durch diese Erfahrung... ..kann er jetzt Geister und Dämonen heraufbeschwören.Ισχυρίζεται ότι η εμπειρία του έδωσε την ικανότητα να επικοινωνεί με πνεύματα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will junge Leute vor allem warnen, was sie heraufbeschwören könnte.Θέλω να ειδοποιήσω όλους τους νέους ανθρώπους για αυτά που προκαλεί.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will keinen Aufruhr heraufbeschwören.Δε θέλω να έχουμε πανικό.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
evozieren
heraufbeschwören
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
αναπολήσει
μετοχή (ενεστώτας)
αναπολώντας
προσωπικές εγκλίσεις
πρόσωποsingularplural
πρώτοδεύτεροτρίτοπρώτοδεύτεροτρίτο
οριστικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςαναπολώαναπολείςαναπολείαναπολούμεαναπολείτεαναπολούν
παρατατικόςαναπολούσααναπολούσεςαναπολούσεαναπολούσαμεαναπολούσατεαναπολούσαν
αόριστοςαναπόλησααναπόλησεςαναπόλησεαναπολήσαμεαναπολήσατεαναπόλησαν


περιφραστικοί
χρόνοι
εξακολουθητικός
μέλλοντας
θα αναπολώθα αναπολείςθα αναπολείθα αναπολούμεθα αναπολείτεθα αναπολούν
στιγμιαίος
μέλλοντας
θα αναπολήσωθα αναπολήσειςθα αναπολήσειθα αναπολήσουμεθα αναπολήσετεθα αναπολήσουν
παρακείμενος α'έχω αναπολήσειέχεις αναπολήσειέχει αναπολήσειέχουμε αναπολήσειέχετε αναπολήσειέχουν αναπολήσει
παρακείμενος β'------
υπερσυντέλικος α'είχα αναπολήσειείχες αναπολήσειείχε αναπολήσειείχαμε αναπολήσειείχατε αναπολήσειείχαν αναπολήσει
υπερσυντέλικος β'------
συντελεσμένος
μέλλοντας α'
θα έχω αναπολήσειθα έχεις αναπολήσειθα έχει αναπολήσειθα έχουμε αναπολήσειθα έχετε αναπολήσειθα έχουν αναπολήσει
συντελεσμένος
μέλλοντας β'
------
υποτακτικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
περιφραστικοί
χρόνοι
ενεστώταςνα αναπολώνα αναπολείςνα αναπολείνα αναπολούμενα αναπολείτενα αναπολούν
αόριστοςνα αναπολήσωνα αναπολήσειςνα αναπολήσεινα αναπολήσουμενα αναπολήσετενα αναπολήσουν
παρακείμενος α'να έχω αναπολήσεινα έχεις αναπολήσεινα έχει αναπολήσεινα έχουμε αναπολήσεινα έχετε αναπολήσεινα έχουν αναπολήσει
παρακείμενος β'------
προστακτική-(εσύ)--(εσείς)-
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςαναπόλειαναπολείτε
αόριστοςαναπόλησεαναπολήστε



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προκαλώπροκαλούμεπροκαλούμαιπροκαλούμαστε
προκαλείςπροκαλείτεπροκαλείσαιπροκαλείστε
προκαλείπροκαλούν(ε)προκαλείταιπροκαλούνται
Imper
fekt
προκαλούσαπροκαλούσαμε
προκαλούσεςπροκαλούσατε
προκαλούσεπροκαλούσαν(ε)προκαλούνταν, προκαλείτοπροκαλούνταν, προκαλούντο
Aoristπροκάλεσαπροκαλέσαμεπροκλήθηκαπροκληθήκαμε
προκάλεσεςπροκαλέσατεπροκλήθηκεςπροκληθήκατε
προκάλεσεπροκάλεσαν, προκαλέσαν(ε)προκλήθηκεπροκλήθηκαν, προκληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω προκαλέσειέχουμε προκαλέσειέχω προκληθείέχουμε προκληθεί
έχεις προκαλέσειέχετε προκαλέσειέχεις προκληθείέχετε προκληθεί
έχει προκαλέσειέχουν προκαλέσειέχει προκληθείέχουν προκληθεί
Plu
perf
ekt
είχα προκαλέσειείχαμε προκαλέσειείχα προκληθείείχαμε προκληθεί
είχες προκαλέσειείχατε προκαλέσειείχες προκληθείείχατε προκληθεί
είχε προκαλέσειείχαν προκαλέσειείχε προκληθείείχαν προκληθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προκαλώθα προκαλούμεθα προκαλούμαιθα προκαλούμαστε
θα προκαλείςθα προκαλείτεθα προκαλείσαιθα προκαλείστε
θα προκαλείθα προκαλούν(ε)θα προκαλείταιθα προκαλούνται
Fut
ur
θα προκαλέσωθα προκαλέσουμε, θα προκαλέσομεθα προκληθώθα προκληθούμε
θα προκαλέσειςθα προκαλέσετεθα προκληθείςθα προκληθείτε
θα προκαλέσειθα προκαλέσουν(ε)θα προκληθείθα προκληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προκαλέσειθα έχουμε προκαλέσειθα έχω προκληθείθα έχουμε προκληθεί
θα έχεις προκαλέσειθα έχετε προκαλέσειθα έχεις προκληθείθα έχετε προκληθεί
θα έχει προκαλέσειθα έχουν προκαλέσειθα έχει προκληθείθα έχουν προκληθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προκαλώνα προκαλούμενα προκαλούμαινα προκαλούμαστε
να προκαλείςνα προκαλείτενα προκαλείσαινα προκαλείστε
να προκαλείνα προκαλούν(ε)να προκαλείταινα προκαλούνται
Aoristνα προκαλέσωνα προκαλέσουμε, να προκαλέσομενα προκληθώνα προκληθούμε
να προκαλέσειςνα προκαλέσετενα προκληθείςνα προκληθείτε
να προκαλέσεινα προκαλέσουν(ε)να προκληθείνα προκληθούν(ε)
Perfνα έχω προκαλέσεινα έχουμε προκαλέσεινα έχω προκληθείνα έχουμε προκληθεί
να έχεις προκαλέσεινα έχετε προκαλέσεινα έχεις προκληθείνα έχετε προκληθεί
να έχει προκαλέσεινα έχουν προκαλέσεινα έχει προκληθείνα έχουν προκληθεί
Imper
ativ
Presπροκαλείτεπροκαλείστε
Aoristπροκάλεσεπροκαλέστε, προκαλέσετεπροκληθείτε
Part
izip
Presπροκαλώνταςπροκαλούμενος
Perfέχοντας προκαλέσει
InfinAoristπροκαλέσειπροκληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback