glitzern
 Verb

σπινθηροβολώ Verb
(0)
αστράφτω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ein knochiger, alter Lord, der vor Gold stinkt und seine schöne Frau, deren Juwelen so hell glitzern wie früher Frost an einem Dezembermorgen.Τρόμος! Στο μεταξύ η καταιγίδα μαίνεται. Από μακρυά ακούγεται η ηχώ να επαναλαμβάνει:

Übersetzung nicht bestätigt

Ich wünsche mir nur eins Ich möchte wissen wo die Baumwipfel glitzern und Kinder lauschen um zu hören die Schlittenglocken im Schneeκάποια λευκά Χριστούγεννα... σαν κι αυτά... που ήξερα... όπου οι κορφές των δένδρων σπινθηροβολούν... και τα παιδιά προσέχουν... να ακούσουν... κουδουνάκια ελκήθρου στο χίονι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich wünsche mir nur eins, ich möchte wissen wo die Baumwipfel glitzern wo die Baumwipfel glitzern und Kinder lauschen und Kinder lauschen um zu hören um zu hören die Schlittenglocken im SchneeΌπου οι κορφές των δένδρων σπινθηροβολούν... Και τα παιδιά προσέχουν. Και τα παιδιά προσέχουν...

Übersetzung nicht bestätigt

"der Anblick der Sterne, die gelegentlich durch die Bäume glitzern...""... το λαμπύρισμα των άστρων μέσα από τις φυλλωσιές... "

Übersetzung nicht bestätigt

Es wird glitzern, wenn es bearbeitet ist.Θα έχει μετά την επεξεργασία.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αστράφτωαστράφτουμε, αστράφτομε
αστράφτειςαστράφτετε
αστράφτειαστράφτουν(ε)
Imper
fekt
άστραφτααστράφταμε
άστραφτεςαστράφτατε
άστραφτεάστραφταν, αστράφταν(ε)
Aoristάστραψααστράψαμε
άστραψεςαστράψατε
άστραψεάστραψαν, αστράψαν(ε)
Per
fekt
έχω αστράψειέχουμε αστράψει
έχεις αστράψειέχετε αστράψει
έχει αστράψειέχουν αστράψει
Plu
per
fekt
είχα αστράψειείχαμε αστράψει
είχες αστράψειείχατε αστράψει
είχε αστράψειείχαν αστράψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αστράφτωθα αστράφτουμε, θα αστράφτομε
θα αστράφτειςθα αστράφτετε
θα αστράφτειθα αστράφτουν(ε)
Fut
ur
θα αστράψωθα αστράψουμε, θα αστράψομε
θα αστράψειςθα αστράψετε
θα αστράψειθα αστράψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αστράψειθα έχουμε αστράψει
θα έχεις αστράψειθα έχετε αστράψει
θα έχει αστράψειθα έχουν αστράψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αστράφτωνα αστράφτουμε, να αστράφτομε
να αστράφτειςνα αστράφτετε
να αστράφτεινα αστράφτουν(ε)
Aoristνα αστράψωνα αστράψουμε, να αστράψομε
να αστράψειςνα αστράψετε
να αστράψεινα αστράψουν(ε)
Perfνα έχω αστράψεινα έχουμε αστράψει
να έχεις αστράψεινα έχετε αστράψει
να έχει αστράψεινα έχουν αστράψει
Imper
ativ
Presαστράφτεαστράφτετε
Aoristαστράψεαστράψετε, αστράψτε
Part
izip
Presαστράφτοντας
Perfέχοντας αστράψει
InfinAoristαστράψει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback