εξασφαλίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
" Ich will von der Polizei die Ermächtigung erwirken, der Sumnambulen zu untersuchen ..." | Θα ζητήσω από την Αστυνομία την άδεια να εξετάσω τον υπνοβάτη. Übersetzung nicht bestätigt |
Er hat Recht. Versteckt euch, bis ich beim Gouverneur einen fairen Prozess erwirken kann. | Απλά να κρυφτείτε ως ότου οι αρχές σας πάνε σε δίκαιη δίκη. Übersetzung nicht bestätigt |
Er möchte eine Sonderzulage erwirken. | Θέλει το διοικητικό συμβούλιο να του ψηφίσουν μπόνους. Übersetzung nicht bestätigt |
Da der staatliche Prüfer noch hier ist, werde ich als Aktienbesitzer der Building Loan einen Haftbefehl gegen Sie erwirken. | Αφού ο ελεγκτής είναι ακόμη εδώ... ως μέτοχος της εταιρείας σου θα ζητήσω ένταλμα για τη σύλληψή σου. Übersetzung nicht bestätigt |
Die Scheidung war nicht endgültig, aber wir sind beide Anwälte und es dürfte kein Problem sein, unbegrenztes Sorgerecht zu erwirken. | Το διαζύγιο δεν ήταν βέβαια οριστικό, αλλά ως δικηγόροι και οι δύο δεν θα είναι δύσκολο να οριστικοποιήσουμε την κηδεμονία. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
erwirken |
auf die Beine stellen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erwirke | ||
du | erwirkst | |||
er, sie, es | erwirkt | |||
Präteritum | ich | erwirkte | ||
Konjunktiv II | ich | erwirkte | ||
Imperativ | Singular | erwirk! erwirke! | ||
Plural | erwirkt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erwirkt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erwirken |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εξασφαλίζω | εξασφαλίζουμε, εξασφαλίζομε | εξασφαλίζομαι | εξασφαλιζόμαστε |
εξασφαλίζεις | εξασφαλίζετε | εξασφαλίζεσαι | εξασφαλίζεστε, εξασφαλιζόσαστε | ||
εξασφαλίζει | εξασφαλίζουν(ε) | εξασφαλίζεται | εξασφαλίζονται | ||
Imper fekt | εξασφάλιζα | εξασφαλίζαμε | εξασφαλιζόμουν(α) | εξασφαλιζόμαστε, εξασφαλιζόμασταν | |
εξασφάλιζες | εξασφαλίζατε | εξασφαλιζόσουν(α) | εξασφαλιζόσαστε, εξασφαλιζόσασταν | ||
εξασφάλιζε | εξασφάλιζαν, εξασφαλίζαν(ε) | εξασφαλιζόταν(ε) | εξασφαλίζονταν, εξασφαλιζόντανε, εξασφαλιζόντουσαν | ||
Aorist | εξασφάλισα | εξασφαλίσαμε | εξασφαλίστηκα | εξασφαλιστήκαμε | |
εξασφάλισες | εξασφαλίσατε | εξασφαλίστηκες | εξασφαλιστήκατε | ||
εξασφάλισε | εξασφάλισαν, εξασφαλίσαν(ε) | εξασφαλίστηκε | εξασφαλίστηκαν, εξασφαλιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω εξασφαλίσει έχω εξασφαλισμένο | έχουμε εξασφαλίσει έχουμε εξασφαλισμένο | έχω εξασφαλιστεί είμαι εξασφαλισμένος, -η | έχουμε εξασφαλιστεί είμαστε εξασφαλισμένοι, -ες | |
έχεις εξασφαλίσει έχεις εξασφαλισμένο | έχετε εξασφαλίσει έχετε εξασφαλισμένο | έχεις εξασφαλιστεί είσαι εξασφαλισμένος, -η | έχετε εξασφαλιστεί είστε εξασφαλισμένοι, -ες | ||
έχει εξασφαλίσει έχει εξασφαλισμένο | έχουν εξασφαλίσει έχουν εξασφαλισμένο | έχει εξασφαλιστεί είναι εξασφαλισμένος, -η, -ο | έχουν εξασφαλιστεί είναι εξασφαλισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εξασφαλίσει είχα εξασφαλισμένο | είχαμε εξασφαλίσει είχαμε εξασφαλισμένο | είχα εξασφαλιστεί ήμουν εξασφαλισμένος, -η | είχαμε εξασφαλιστεί ήμαστε εξασφαλισμένοι, -ες | |
είχες εξασφαλίσει είχες εξασφαλισμένο | είχατε εξασφαλίσει είχατε εξασφαλισμένο | είχες εξασφαλιστεί ήσουν εξασφαλισμένος, -η | είχατε εξασφαλιστεί ήσαστε εξασφαλισμένοι, -ες | ||
είχε εξασφαλίσει είχε εξασφαλισμένο | είχαν εξασφαλίσει είχαν εξασφαλισμένο | είχε εξασφαλιστεί ήταν εξασφαλισμένος, -η, -ο | είχαν εξασφαλιστεί ήταν εξασφαλισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εξασφαλίζω | θα εξασφαλίζουμε, | θα εξασφαλίζομαι | θα εξασφαλιζόμαστε | |
θα εξασφαλίζεις | θα εξασφαλίζετε | θα εξασφαλίζεσαι | θα εξασφαλίζεστε, | ||
θα εξασφαλίζει | θα εξασφαλίζουν(ε) | θα εξασφαλίζεται | θα εξασφαλίζονται | ||
Fut ur | θα εξασφαλίσω | θα εξασφαλίσουμε, | θα εξασφαλιστώ | θα εξασφαλιστούμε | |
θα εξασφαλίσεις | θα εξασφαλίσετε | θα εξασφαλιστείς | θα εξασφαλιστείτε | ||
θα εξασφαλίσει | θα εξασφαλίσουν(ε) | θα εξασφαλιστεί | θα εξασφαλιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εξασφαλίζω | να εξασφαλίζουμε, | να εξασφαλίζομαι | να εξασφαλιζόμαστε |
να εξασφαλίζεις | να εξασφαλίζετε | να εξασφαλίζεσαι | να εξασφαλίζεστε, | ||
να εξασφαλίζει | να εξασφαλίζουν(ε) | να εξασφαλίζεται | να εξασφαλίζονται | ||
Aorist | να εξασφαλίσω | να εξασφαλίσουμε, | να εξασφαλιστώ | να εξασφαλιστούμε | |
να εξασφαλίσεις | να εξασφαλίσετε | να εξασφαλιστείς | να εξασφαλιστείτε | ||
να εξασφαλίσει | να εξασφαλίσουν(ε) | να εξασφαλιστεί | να εξασφαλιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εξασφαλίσει | να έχουμε εξασφαλίσει | να έχω εξασφαλιστεί | να έχουμε εξασφαλιστεί | |
να έχεις εξασφαλίσει | να έχετε εξασφαλίσει | να έχεις εξασφαλιστεί | να έχετε εξασφαλιστεί | ||
να έχει εξασφαλίσει | να έχουν εξασφαλίσει | να έχει εξασφαλιστεί | να έχουν εξασφαλιστεί | ||
Imper ativ | Pres | εξασφάλιζε | εξασφαλίζετε | εξασφαλίζεστε | |
Aorist | εξασφάλισε | εξασφαλίστε | εξασφαλίσου | εξασφαλιστείτε | |
Part izip | Pres | εξασφαλίζοντας | εξασφαλιζόμενος | ||
Perf | έχοντας εξασφαλίσει, έχοντας εξασφαλισμένο | εξασφαλισμένος, -η, -ο | εξασφαλισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εξασφαλίσει | εξασφαλιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.