erwirken
 Verb

εξασφαλίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
" Ich will von der Polizei die Ermächtigung erwirken, der Sumnambulen zu untersuchen ..."Θα ζητήσω από την Αστυνομία την άδεια να εξετάσω τον υπνοβάτη.

Übersetzung nicht bestätigt

Er hat Recht. Versteckt euch, bis ich beim Gouverneur einen fairen Prozess erwirken kann.Απλά να κρυφτείτε ως ότου οι αρχές σας πάνε σε δίκαιη δίκη.

Übersetzung nicht bestätigt

Er möchte eine Sonderzulage erwirken.Θέλει το διοικητικό συμβούλιο να του ψηφίσουν μπόνους.

Übersetzung nicht bestätigt

Da der staatliche Prüfer noch hier ist, werde ich als Aktienbesitzer der Building Loan einen Haftbefehl gegen Sie erwirken.Αφού ο ελεγκτής είναι ακόμη εδώ... ως μέτοχος της εταιρείας σου θα ζητήσω ένταλμα για τη σύλληψή σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Scheidung war nicht endgültig, aber wir sind beide Anwälte und es dürfte kein Problem sein, unbegrenztes Sorgerecht zu erwirken.Το διαζύγιο δεν ήταν βέβαια οριστικό, αλλά ως δικηγόροι και οι δύο δεν θα είναι δύσκολο να οριστικοποιήσουμε την κηδεμονία.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξασφαλίζωεξασφαλίζουμε, εξασφαλίζομεεξασφαλίζομαιεξασφαλιζόμαστε
εξασφαλίζειςεξασφαλίζετεεξασφαλίζεσαιεξασφαλίζεστε, εξασφαλιζόσαστε
εξασφαλίζειεξασφαλίζουν(ε)εξασφαλίζεταιεξασφαλίζονται
Imper
fekt
εξασφάλιζαεξασφαλίζαμεεξασφαλιζόμουν(α)εξασφαλιζόμαστε, εξασφαλιζόμασταν
εξασφάλιζεςεξασφαλίζατεεξασφαλιζόσουν(α)εξασφαλιζόσαστε, εξασφαλιζόσασταν
εξασφάλιζεεξασφάλιζαν, εξασφαλίζαν(ε)εξασφαλιζόταν(ε)εξασφαλίζονταν, εξασφαλιζόντανε, εξασφαλιζόντουσαν
Aoristεξασφάλισαεξασφαλίσαμεεξασφαλίστηκαεξασφαλιστήκαμε
εξασφάλισεςεξασφαλίσατεεξασφαλίστηκεςεξασφαλιστήκατε
εξασφάλισεεξασφάλισαν, εξασφαλίσαν(ε)εξασφαλίστηκεεξασφαλίστηκαν, εξασφαλιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εξασφαλίσει
έχω εξασφαλισμένο
έχουμε εξασφαλίσει
έχουμε εξασφαλισμένο
έχω εξασφαλιστεί
είμαι εξασφαλισμένος, -η
έχουμε εξασφαλιστεί
είμαστε εξασφαλισμένοι, -ες
έχεις εξασφαλίσει
έχεις εξασφαλισμένο
έχετε εξασφαλίσει
έχετε εξασφαλισμένο
έχεις εξασφαλιστεί
είσαι εξασφαλισμένος, -η
έχετε εξασφαλιστεί
είστε εξασφαλισμένοι, -ες
έχει εξασφαλίσει
έχει εξασφαλισμένο
έχουν εξασφαλίσει
έχουν εξασφαλισμένο
έχει εξασφαλιστεί
είναι εξασφαλισμένος, -η, -ο
έχουν εξασφαλιστεί
είναι εξασφαλισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξασφαλίσει
είχα εξασφαλισμένο
είχαμε εξασφαλίσει
είχαμε εξασφαλισμένο
είχα εξασφαλιστεί
ήμουν εξασφαλισμένος, -η
είχαμε εξασφαλιστεί
ήμαστε εξασφαλισμένοι, -ες
είχες εξασφαλίσει
είχες εξασφαλισμένο
είχατε εξασφαλίσει
είχατε εξασφαλισμένο
είχες εξασφαλιστεί
ήσουν εξασφαλισμένος, -η
είχατε εξασφαλιστεί
ήσαστε εξασφαλισμένοι, -ες
είχε εξασφαλίσει
είχε εξασφαλισμένο
είχαν εξασφαλίσει
είχαν εξασφαλισμένο
είχε εξασφαλιστεί
ήταν εξασφαλισμένος, -η, -ο
είχαν εξασφαλιστεί
ήταν εξασφαλισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξασφαλίζωθα εξασφαλίζουμε, θα εξασφαλίζομεθα εξασφαλίζομαιθα εξασφαλιζόμαστε
θα εξασφαλίζειςθα εξασφαλίζετεθα εξασφαλίζεσαιθα εξασφαλίζεστε, θα εξασφαλιζόσαστε
θα εξασφαλίζειθα εξασφαλίζουν(ε)θα εξασφαλίζεταιθα εξασφαλίζονται
Fut
ur
θα εξασφαλίσωθα εξασφαλίσουμε, θα εξασφαλίζομεθα εξασφαλιστώθα εξασφαλιστούμε
θα εξασφαλίσειςθα εξασφαλίσετεθα εξασφαλιστείςθα εξασφαλιστείτε
θα εξασφαλίσειθα εξασφαλίσουν(ε)θα εξασφαλιστείθα εξασφαλιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξασφαλίσει
θα έχω εξασφαλισμένο
θα έχουμε εξασφαλίσει
θα έχουμε εξασφαλισμένο
θα έχω εξασφαλιστεί
θα είμαι εξασφαλισμένος, -η
θα έχουμε εξασφαλιστεί
θα είμαστε εξασφαλισμένοι, -ες
θα έχεις εξασφαλίσει
θα έχεις εξασφαλισμένο
θα έχετε εξασφαλίσει
θα έχετε εξασφαλισμένο
θα έχεις εξασφαλιστεί
θα είσαι εξασφαλισμένος, -η
θα έχετε εξασφαλιστεί
θα είστε εξασφαλισμένοι, -ες
θα έχει εξασφαλίσει
θα έχει εξασφαλισμένο
θα έχουν εξασφαλίσει
θα έχουν εξασφαλισμένο
θα έχει εξασφαλιστεί
θα είναι εξασφαλισμένος, -η, -ο
θα έχουν εξασφαλιστεί
θα είναι εξασφαλισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξασφαλίζωνα εξασφαλίζουμε, να εξασφαλίζομενα εξασφαλίζομαινα εξασφαλιζόμαστε
να εξασφαλίζειςνα εξασφαλίζετενα εξασφαλίζεσαινα εξασφαλίζεστε, να εξασφαλιζόσαστε
να εξασφαλίζεινα εξασφαλίζουν(ε)να εξασφαλίζεταινα εξασφαλίζονται
Aoristνα εξασφαλίσωνα εξασφαλίσουμε, να εξασφαλίσομενα εξασφαλιστώνα εξασφαλιστούμε
να εξασφαλίσειςνα εξασφαλίσετενα εξασφαλιστείςνα εξασφαλιστείτε
να εξασφαλίσεινα εξασφαλίσουν(ε)να εξασφαλιστείνα εξασφαλιστούν(ε)
Perfνα έχω εξασφαλίσει
να έχω εξασφαλισμένο
να έχουμε εξασφαλίσει
να έχουμε εξασφαλισμένο
να έχω εξασφαλιστεί
να είμαι εξασφαλισμένος, -η
να έχουμε εξασφαλιστεί
να είμαστε εξασφαλισμένοι, -ες
να έχεις εξασφαλίσει
να έχεις εξασφαλισμένο
να έχετε εξασφαλίσει
να έχετε εξασφαλισμένο
να έχεις εξασφαλιστεί
να είσαι εξασφαλισμένος, -η
να έχετε εξασφαλιστεί
να είστε εξασφαλισμένοι, -ες
να έχει εξασφαλίσει
να έχει εξασφαλισμένο
να έχουν εξασφαλίσει
να έχουν εξασφαλισμένο
να έχει εξασφαλιστεί
να είναι εξασφαλισμένος, -η, -ο
να έχουν εξασφαλιστεί
να είναι εξασφαλισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξασφάλιζεεξασφαλίζετεεξασφαλίζεστε
Aoristεξασφάλισεεξασφαλίστεεξασφαλίσουεξασφαλιστείτε
Part
izip
Presεξασφαλίζονταςεξασφαλιζόμενος
Perfέχοντας εξασφαλίσει, έχοντας εξασφαλισμένοεξασφαλισμένος, -η, -οεξασφαλισμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξασφαλίσειεξασφαλιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback