erweichen
 Verb

μαλακώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
"Ein Tropfen davon in das Getränk eines Mannes wird sein Herz sofort erweichen.""Μία σταγόνα από αυτό στο ποτό ενός άνδρα θα μαλακώσει την καρδιά του αμέσως."

Übersetzung nicht bestätigt

Setzt Euch nieder, ich will das Herz Euch ringen, ja, das will ich, wenn überhaupt ich's zu erweichen mag.Αν δεν την έχεις θωρακίσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Der Gouverneur lässt sich nicht erweichen.Ο κυβερνήτης δεν πρόκειται ν' αλλάξει γνώμη.

Übersetzung nicht bestätigt

Wer sonst kann das Herz des Pharaos erweichen?Ποιος άλλος μπορεί να μαλακώσει την καρδιά του Φαραώ;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich versuchte zu weinen, in der Hoffnung. sein Herz zu erweichen.Προσπάθησα να κλάψω, ελπίζοντας να τον μετακινήσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
flüssig werden
erweichen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαλακώνωμαλακώνουμε, μαλακώνομε
μαλακώνειςμαλακώνετε
μαλακώνειμαλακώνουν(ε)
Imper
fekt
μαλάκωναμαλακώναμε
μαλάκωνεςμαλακώνατε
μαλάκωνεμαλάκωναν, μαλακώναν(ε)
Aoristμαλάκωσαμαλακώσαμε
μαλάκωσεςμαλακώσατε
μαλάκωσεμαλάκωσαν, μαλακώσαν(ε)
Per
fekt
έχω μαλακώσει
έχω μαλακωμένο
έχουμε μαλακώσει
έχουμε μαλακωμένο
έχεις μαλακώσει
έχεις μαλακωμένο
έχετε μαλακώσει
έχετε μαλακωμένο
έχει μαλακώσει
έχει μαλακωμένο
έχουν μαλακώσει
έχουν μαλακωμένο
Plu
per
fekt
είχα μαλακώσει
είχα μαλακωμένο
είχαμε μαλακώσει
είχαμε μαλακωμένο
είχες μαλακώσει
είχες μαλακωμένο
είχατε μαλακώσει
είχατε μαλακωμένο
είχε μαλακώσει
είχε μαλακωμένο
είχαν μαλακώσει
είχαν μαλακωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαλακώνωθα μαλακώνουμε, θα μαλακώνομε
θα μαλακώνειςθα μαλακώνετε
θα μαλακώνειθα μαλακώνουν(ε)
Fut
ur
θα μαλακώσωθα μαλακώσουμε, θα μαλακώσομε
θα μαλακώσειςθα μαλακώσετε
θα μαλακώσειθα μαλακώσουν
Fut
ur II
θα έχω μαλακώσει
θα έχω μαλακωμένο
θα έχουμε μαλακώσει
θα έχουμε μαλακωμένο
θα έχεις μαλακώσει
θα έχεις μαλακωμένο
θα έχετε μαλακώσει
θα έχετε μαλακωμένο
θα έχει μαλακώσει
θα έχει μαλακωμένο
θα έχουν μαλακώσει
θα έχουν μαλακωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαλακώνωνα μαλακώνουμε, να μαλακώνομε
να μαλακώνειςνα μαλακώνετε
να μαλακώνεινα μαλακώνουν(ε)
Aoristνα μαλακώσωνα μαλακώσουμε, να μαλακώσομε
να μαλακώσειςνα μαλακώσετε
να μαλακώσεινα μαλακώσουν(ε)
Perfνα έχω μαλακώσει
να έχω μαλακωμένο
να έχουμε μαλακώσει
να έχουμε μαλακωμένο
να έχεις μαλακώσει
να έχεις μαλακωμένο
να έχετε μαλακώσει
να έχετε μαλακωμένο
να έχει μαλακώσει
να έχει μαλακωμένο
να έχουν μαλακώσει
να έχουν μαλακωμένο
Imper
ativ
Presμαλάκωνεμαλακώνετε
Aoristμαλάκωσεμαλακώστε, μαλακώσετε
Part
izip
Presμαλακώνοντας
Perfέχοντας μαλακώσει, έχοντας μαλακωμένο
InfinAoristμαλακώσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback