erschaffen
 Verb

δημιουργώ Verb
(8)
DeutschGriechisch
Ich mag es wirklich, etwas zu erschaffen, z.B. Klang-Portraits von Menschen.Μου αρέσει πολύ να δημιουργώ ηχητικά πορτρέτα ατόμων.

Übersetzung nicht bestätigt

Also verbindet man Menschen miteinander, die sonst sehr gegensätzlich sind, und man kann sogar Konzerte erschaffen, indem man den Zuschauern ins Gesicht blickt.Έτσι συσχετίζω ανθρώπους που δε θα συσχέτιζα, και μπορώ επίσης να δημιουργώ συναυλίες κοιτώντας τα πρόσωπα στο κοινό.

Übersetzung nicht bestätigt

Als Zauberkünstler versuche ich Bilder zu erschaffen, die die Menschen zum Nachdenken bringen.Σαν μάγος, προσπαθώ να δημιουργώ εικόνες που θα κάνουν τον κόσμο να σταματάει και να σκέφτεται.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber es war wichtig, einen perfekten Ort zu schaffen, also habe ich es versucht, um zu arbeiten und zu erschaffen.Αλλά ήταν σημαντικό να δημιουργήσω και ένα τέλειο μέρος ή τουλάχιστον προσπάθησα, ώστε να δουλεύω και να δημιουργώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δημιουργώδημιουργούμεδημιουργούμαιδημιουργούμαστε
δημιουργείςδημιουργείτεδημιουργείσαιδημιουργείστε
δημιουργείδημιουργούν(ε)δημιουργείταιδημιουργούνται
Imper
fekt
δημιουργούσαδημιουργούσαμεδημιουργούμουνδημιουργούμαστε
δημιουργούσεςδημιουργούσατε
δημιουργούσεδημιουργούσαν(ε)δημιουργούνταν, δημιουργείτοδημιουργούνταν, δημιουργούντο
Aoristδημιούργησαδημιουργήσαμεδημιουργήθηκαδημιουργηθήκαμε
δημιούργησεςδημιουργήσατεδημιουργήθηκεςδημιουργηθήκατε
δημιούργησεδημιούργησαν, δημιουργήσαν(ε)δημιουργήθηκεδημιουργήθηκαν, δημιουργηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω δημιουργήσει
έχω δημιουργημένο
έχουμε δημιουργήσει
έχουμε δημιουργημένο
έχω δημιουργηθεί
είμαι δημιουργημένος, -η
έχουμε δημιουργηθεί
είμαστε δημιουργημένοι, -ες
έχεις δημιουργήσει
έχεις δημιουργημένο
έχετε δημιουργήσει
έχετε δημιουργημένο
έχεις δημιουργηθεί
είσαι δημιουργημένος, -η
έχετε δημιουργηθεί
είστε δημιουργημένοι, -ες
έχει δημιουργήσει
έχει δημιουργημένο
έχουν δημιουργήσει
έχουν δημιουργημένο
έχει δημιουργηθεί
είναι δημιουργημένος, -η, -ο
έχουν δημιουργηθεί
είναι δημιουργημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα δημιουργήσει
είχα δημιουργημένο
είχαμε δημιουργήσει
είχαμε δημιουργημένο
είχα δημιουργηθεί
ήμουν δημιουργημένος, -η
είχαμε δημιουργηθεί
ήμαστε δημιουργημένοι, -ες
είχες δημιουργήσει
είχες δημιουργημένο
είχατε δημιουργήσει
είχατε δημιουργημένο
είχες δημιουργηθεί
ήσουν δημιουργημένος, -η
είχατε δημιουργηθεί
ήσαστε δημιουργημένοι, -ες
είχε δημιουργήσει
είχε δημιουργημένο
είχαν δημιουργήσει
είχαν δημιουργημένο
είχε δημιουργηθεί
ήταν δημιουργημένος, -η, -ο
είχαν δημιουργηθεί
ήταν δημιουργημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δημιουργώθα δημιουργούμεθα δημιουργούμαιθα δημιουργούμαστε
θα δημιουργείςθα δημιουργείτεθα δημιουργείσαιθα δημιουργείστε
θα δημιουργείθα δημιουργούν(ε)θα δημιουργείταιθα δημιουργούνται
Fut
ur
θα δημιουργήσωθα δημιουργήσουμεθα δημιουργηθώθα δημιουργηθούμε
θα δημιουργήσειςθα δημιουργήσετεθα δημιουργηθείςθα δημιουργηθείτε
θα δημιουργήσειθα δημιουργήσουν(ε)θα δημιουργηθείθα δημιουργηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δημιουργήσει
θα έχω δημιουργημένο
θα έχουμε δημιουργήσει
θα έχουμε δημιουργημένο
θα έχω δημιουργηθεί
θα είμαι δημιουργημένος, -η
θα έχουμε δημιουργηθεί
θα είμαστε δημιουργημένοι, -ες
θα έχεις δημιουργήσει
θα έχεις δημιουργημένο
θα έχετε δημιουργήσει
θα έχετε δημιουργημένο
θα έχεις δημιουργηθεί
θα είσαι δημιουργημένος, -η
θα έχετε δημιουργηθεί
θα είστε δημιουργημένοι, -η
θα έχει δημιουργήσει
θα έχει δημιουργημένο
θα έχουν δημιουργήσει
θα έχουν δημιουργημένο
θα έχει δημιουργηθεί
θα είναι δημιουργημένος, -η, -ο
θα έχουν δημιουργηθεί
θα είναι δημιουργημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δημιουργώνα δημιουργούμενα δημιουργούμαινα δημιουργούμαστε
να δημιουργείςνα δημιουργείτενα δημιουργείσαινα δημιουργείστε
να δημιουργείνα δημιουργούν(ε)να δημιουργείταινα δημιουργούνται
Aoristνα δημιουργήσωνα δημιουργήσουμε, να δημιουργήσομενα δημιουργηθώνα δημιουργηθούμε
να δημιουργήσειςνα δημιουργήσετενα δημιουργηθείςνα δημιουργηθείτε
να δημιουργήσεινα δημιουργήσουν(ε)να δημιουργηθείνα δημιουργηθούν(ε)
Perfνα έχω δημιουργήσει
να έχω δημιουργημένο
να έχουμε δημιουργήσει
να έχουμε δημιουργημένο
να έχω δημιουργηθεί
να είμαι δημιουργημένος, -η
να έχουμε δημιουργηθεί
να είμαστε δημιουργημένοι, -ες
να έχεις δημιουργήσει
να έχεις δημιουργημένο
να έχετε δημιουργήσει
να έχετε δημιουργημένο
να έχεις δημιουργηθεί
να είσαι δημιουργημένος, -η
να έχετε δημιουργηθεί
να είστε δημιουργημένοι, -ες
να έχει δημιουργήσει
να έχει δημιουργημένο
να έχουν δημιουργήσει
να έχουν δημιουργημένο
να έχει δημιουργηθεί
να είναι δημιουργημένος, -η, -ο
να έχουν δημιουργηθεί
να είναι δημιουργημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδημιουργείτεδημιουργείστε
Aoristδημιούργησεδημιουργήστε, δημιουργήσετεδημιουργήσουδημιουργηθείτε
Part
izip
Presδημιουργώντας
Perfέχοντας δημιουργήσει, έχοντας δημιουργημένοδημιουργημένος, -η, -οδημιουργημένοι, -ες, -α
InfinAoristδημιουργήσειδημιουργηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback