erhängen
 Verb

κρεμώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wir geben ihnen ein langes Seil, an dem wir uns erhängen können.Ας πανε να κρεμαστούν. Ε, συνέταιροι.

Übersetzung nicht bestätigt

Garrison zu erhängen, löst die Probleme kaum.Φοβαμαι οτι το προβλημα σας δε θα λυθει κρεμωντας τον.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber Sie wollten gerade einen Verräter erhängen.Σε διεκοψα. Ελεγες να κρεμασουμε καποιους προδοτες.

Übersetzung nicht bestätigt

Du holst ihn nur, damit sie ihn erhängen.Θα τον φέρεις για να τον κρεμάσουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Sollen sie mich doch erhängen.Τι και αν με κρεμάσουν;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κρεμάω, κρεμώκρεμάμε, κρεμούμεκρεμιέμαικρεμιόμαστε
κρεμάςκρεμάτεκρεμιέσαικρεμιέστε, κρεμιόσαστε
κρεμάει, κρεμάκρεμάν(ε), κρεμούν(ε)κρεμιέταικρεμιούνται, κρεμιόνται
Imper
fekt
κρεμούσα, κρέμαγακρεμούσαμε, κρεμάγαμεκρεμιόμουν(α)κρεμιόμαστε, κρεμιόμασταν
κρεμούσες, κρέμαγεςκρεμούσατε, κρεμάγατεκρεμιόσουν(α)κρεμιόσαστε, κρεμιόσασταν
κρεμούσε, κρέμαγεκρεμούσαν(ε), κρέμαγαν, κρεμάγανεκρεμιόταν(ε)κρεμιόνταν(ε), κρεμιούνταν, κρεμιόντουσαν
Aoristκρέμασακρεμάσαμεκρεμάστηκακρεμαστήκαμε
κρέμασεςκρεμάσατεκρεμάστηκεςκρεμαστήκατε
κρέμασεκρέμασαν, κρεμάσαν(ε)κρεμάστηκεκρεμάστηκαν, κρεμαστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κρεμάσει
έχω κρεμασμένο
έχουμε κρεμάσει
έχουμε κρεμασμένο
έχω κρεμαστεί
είμαι κρεμασμένος, -η
έχουμε κρεμαστεί
είμαστε κρεμασμένοι, -ες
έχεις κρεμάσει
έχεις κρεμασμένο
έχετε κρεμάσει
έχετε κρεμασμένο
έχεις κρεμαστεί
είσαι κρεμασμένος, -η
έχετε κρεμαστεί
είστε κρεμασμένοι, -ες
έχει κρεμάσει
έχει κρεμασμένο
έχουν κρεμάσει
έχουν κρεμασμένο
έχει κρεμαστεί
είναι κρεμασμένος, -η, -ο
έχουν κρεμαστεί
είναι κρεμασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κρεμάσει
είχα κρεμασμένο
είχαμε κρεμάσει
είχαμε κρεμασμένο
είχα κρεμαστεί
ήμουν κρεμασμένος, -η
είχαμε κρεμαστεί
ήμαστε κρεμασμένοι, -ες
είχες κρεμάσει
είχες κρεμασμένο
είχατε κρεμάσει
είχατε κρεμασμένο
είχες κρεμαστεί
ήσουν κρεμασμένος, -η
είχατε κρεμαστεί
ήσαστε κρεμασμένοι, -ες
είχε κρεμάσει
είχε κρεμασμένο
είχαν κρεμάσει
είχαν κρεμασμένο
είχε κρεμαστεί
ήταν κρεμημενος, -η, -ο
είχαν κρεμαστεί
ήταν κρεμασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κρεμάω, θα κρεμώθα κρεμάμε, θα κρεμούμεθα κρεμιέμαιθα κρεμιόμαστε
θα κρεμάςθα κρεμάτεθα κρεμιέσαιθα κρεμιέστε, θα κρεμιόσαστε
θα κρεμάει, θα κρεμάθα κρεμάν(ε), θα κρεμούν(ε)θα κρεμιέταιθα κρεμιούνται, θα κρεμιόνται
Fut
ur
θα κρεμάσωθα κρεμάσουμε, θα κρεμάσομεθα κρεμαστώθα κρεμαστούμε
θα κρεμάσειςθα κρεμάσετεθα κρεμαστείςθα κρεμαστείτε
θα κρεμάσειθα κρεμάσουν(ε)θα κρεμαστείθα κρεμαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κρεμάσει
θα έχω κρεμασμένο
θα έχουμε κρεμάσει
θα έχουμε κρεμασμένο
θα έχω κρεμαστεί
θα είμαι κρεμασμένος, -η
θα έχουμε κρεμαστεί
θα είμαστε κρεμασμένοι, -ες
θα έχεις κρεμάσει
θα έχεις κρεμασμένο
θα έχετε κρεμάσει
θα έχετε κρεμασμένο
θα έχεις κρεμαστεί
θα είσαι κρεμασμένος, -η
θα έχετε κρεμαστεί
θα είστε κρεμημενοι, -ες
θα έχει κρεμάσει
θα έχει κρεμασμένο
θα έχουν κρεμάσει
θα έχουν κρεμασμένο
θα έχει κρεμαστεί
θα είναι κρεμημένος, -η, -ο
θα έχουν κρεμαστεί
θα είναι κρεμασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κρεμάω, να κρεμώνα κρεμάμε, να κρεμούμενα κρεμιέμαινα κρεμιόμαστε
να κρεμάςνα κρεμάτενα κρεμιέσαινα κρεμιέστε
να κρεμάει, να κρεμάνα κρεμάν(ε), να κρεμούν(ε)να κρεμιέταινα κρεμιούνται, να κρεμιόνται
Aoristνα κρεμάσωνα κρεμάσουμε, να κρεμάσομενα κρεμαστώνα κρεμαστούμε
να κρεμάσειςνα κρεμάσετενα κρεμαστείςνα κρεμαστείτε
να κρεμάσεινα κρεμάσουν(ε)να κρεμαστείνα κρεμαστούν(ε)
Perfνα έχω κρεμάσει
να έχω κρεμασμένο
να έχουμε κρεμάσει
να έχουμε κρεμασμένο
να έχω κρεμαστεί
να είμαι κρεμασμένος, -η
να έχουμε κρεμαστεί
να είμαστε κρεμημενοι, -ες
να έχεις κρεμάσει
να έχεις κρεμασμένο
να έχετε κρεμάσει
να έχετε κρεμασμένο
να έχεις κρεμαστεί
να είσαι κρεμασμένος, -η
να έχετε κρεμαστεί
να είστε κρεμασμένοι, -η
να έχει κρεμάσει
να έχει κρεμασμένο
να έχουν κρεμάσει
να έχουν κρεμασμένο
να έχει κρεμαστεί
να είναι κρεμημένος, -η, -ο
να έχουν κρεμαστεί
να είναι κρεμασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκρέμα, κρέμαγεκρεμάτεκρεμιέστε
Aoristκρέμασε, κρέμακρεμάστεκρεμάσουκρεμαστείτε
Part
izip
Presκρεμώντας
Perfέχοντας κρεμάσει, έχοντας κρεμασμένοκρεμασμένος, -η, -οκρεμασμένοι, -ες, -α
InfinAoristκρεμάσεικρεμαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback