ergattern
 (ugs.)  Verb

οικονομώ Verb
(0)
αρπάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Versuch, eine Keule für mich zu ergattern.Μπούτι να μου βάλεις.

Übersetzung nicht bestätigt

voila! Hunderte kleiner, alter Damen, die bei BiaIystock vorbeischauen... um eine letzte Aufregung auf ihrem Weg zum Friedhof zu ergattern.Εκατοντάδες γριούλες, έρχονται στο γραφείο του Μπιάλιστοκ... για να νιώσουν μια τελευταία συγκίνηση, πριν το νεκροταφείο.

Übersetzung nicht bestätigt

Steht es in der Verfassung, dass man sich kein Geld ergattern darf?Πες μου, πού γράφει το σύνταγμα, ότι ένας άνθρωπος δεν μπορεί να πασχίζη για χρήματα; Πού είναι γραμμένο;

Übersetzung nicht bestätigt

Kleine Fische, die ins Netz gehen, weil wir Pfennigbeträge ergattern.Μας πιάσανε γιατί πασχίζαμε για πενταρο-δεκάρες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ihr könntet draußen kaum Essen ergattern, also lasst ihr euch füttern.Αν έπρεπε να βγάλεις το ψωμί σου, θα έκοβες το λαιμό σου. Τους αφήνεις να σε ταιζουν.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αρπάζωαρπάζουμε, αρπάζομεαρπάζομαιαρπαζόμαστε
αρπάζειςαρπάζετεαρπάζεσαιαρπάζεστε, αρπαζόσαστε
αρπάζειαρπάζουν(ε)αρπάζεταιαρπάζονται
Imper
fekt
άρπαζααρπάζαμεαρπαζόμουν(α)αρπαζόμαστε, αρπαζόμασταν
άρπαζεςαρπάζατεαρπαζόσουν(α)αρπαζόσαστε, αρπαζόσασταν
άρπαζεάρπαζαν, αρπάζαν(ε)αρπαζόταν(ε)αρπάζονταν, αρπαζόντανε, αρπαζόντουσαν
Aoristάρπαξααρπάξαμεαρπάχτηκααρπαχτήκαμε
άρπαξεςαρπάξατεαρπάχτηκεςαρπαχτήκατε
άρπαξεάρπαξαν, αρπάξαν(ε)αρπάχτηκεαρπάχτηκαν, αρπαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αρπάξειέχουμε αρπάξειέχω αρπαχτείέχουμε αρπαχτεί
έχεις αρπάξειέχετε αρπάξειέχεις αρπαχτείέχετε αρπαχτεί
έχει αρπάξειέχουν αρπάξειέχει αρπαχτείέχουν αρπαχτεί
Plu
per
fekt
είχα αρπάξειείχαμε αρπάξειείχα αρπαχτείείχαμε αρπαχτεί
είχες αρπάξειείχατε αρπάξειείχες αρπαχτείείχατε αρπαχτεί
είχε αρπάξειείχαν αρπάξειείχε αρπαχτείείχαν αρπαχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αρπάζωθα αρπάζουμε, θα αρπάζομεθα αρπάζομαιθα αρπαζόμαστε
θα αρπάζειςθα αρπάζετεθα αρπάζεσαιθα αρπάζεστε, θα αρπαζόσαστε
θα αρπάζειθα αρπάζουν(ε)θα αρπάζεταιθα αρπάζονται
Fut
ur
θα αρπάξωθα αρπάξουμε, θα αρπάξομεθα αρπαχτώθα αρπαχτούμε
θα αρπάξειςθα αρπάξετεθα αρπαχτείςθα αρπαχτείτε
θα αρπάξειθα αρπάξουν(ε)θα αρπαχτείθα αρπαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αρπάξειθα έχουμε αρπάξειθα έχω αρπαχτείθα έχουμε αρπαχτεί
θα έχεις αρπάξειθα έχετε αρπάξειθα έχεις αρπαχτείθα έχετε αρπαχτεί
θα έχει αρπάξειθα έχουν αρπάξειθα έχει αρπαχτείθα έχουν αρπαχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αρπάζωνα αρπάζουμε, να αρπάζομενα αρπάζομαινα αρπαζόμαστε
να αρπάζειςνα αρπάζετενα αρπάζεσαινα αρπάζεστε, να αρπαζόσαστε
να αρπάζεινα αρπάζουν(ε)να αρπάζεταινα αρπάζονται
Aoristνα αρπάξωνα αρπάξουμε, να αρπάξομενα αρπαχτώνα αρπαχτούμε
να αρπάξειςνα αρπάξετενα αρπαχτείςνα αρπαχτείτε
να αρπάξεινα αρπάξουν(ε)να αρπαχτείνα αρπαχτούν(ε)
Perfνα έχω αρπάξεινα έχουμε αρπάξεινα έχω αρπαχτείνα έχουμε αρπαχτεί
να έχεις αρπάξεινα έχετε αρπάξεινα έχεις αρπαχτείνα έχετε αρπαχτεί
να έχει αρπάξεινα έχουν αρπάξεινα έχει αρπαχτείνα έχουν αρπαχτεί
Imper
ativ
Presάρπαζεαρπάζετεαρπάζεστε
Aoristάρπαξεαρπάξτε, αρπάχτεαρπάξουαρπαχτείτε
Part
izip
Presαρπάζοντας
Perfέχοντας αρπάξειαρπαγμένος, -η, -οαρπαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristαρπάξειαρπαχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback