erbauen
 Verb

διαπλάθω Verb
(0)
οικοδομώ Verb
(0)
ιδρύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Außerdem könnten wir jetzt gleich, so lange noch die Hoffnungen der Farmer auf uns ruhen, ein neues, schönes, kleines Capitol erbauen.Φυσικά, ενώ οι αγρότες είναι απασχολημένοι, μπορούμε να ξεκινήσουμε με μια ωραία, μικρή έδρα κυβερνήτη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich ließ sie erbauen.Κι αυτή. Εγώ την έχτισα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ein Denkmal erbauen für meinen Sohn.Το να χτίσω ένα μνημείο για το γιο μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Hier werde ich sie erbauen... aus Kalk und Stein... mit diesen meinen Händen!Εδώ θα τη χτίσω... με ασβέστη και πέτρα μ'αυτά τα χέρια μου!

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kehre mit meinem Lehrling aus Florenz zurück... und muss feststellen, dass Bramante ein Staffelgerüst erbauen ließ.Γυριζω απο την Φλωρεντια με τους βοηθους μου.... Να βρω οτι ο Μπραμαντι εχει ανεβασει αυτη τη σκαλωσια.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
erzeugen
erbauen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ιδρύωιδρύουμε, ιδρύομειδρύομαιιδρυόμαστε
ιδρύειςιδρύετειδρύεσαιιδρύεστε, ιδρυόσαστε
ιδρύειιδρύουν(ε)ιδρύεταιιδρύονται
Imper
fekt
ίδρυαιδρύαμειδρυόμουν(α)ιδρυόμαστε
ίδρυεςιδρύατειδρυόσουν(α)ιδρυόσαστε
ίδρυείδρυαν, ιδρύαν(ε)ιδρυόταν(ε)ιδρύονταν
Aoristίδρυσαιδρύσαμειδρύθηκαιδρυθήκαμε
ίδρυσεςιδρύσατειδρύθηκεςιδρυθήκατε
ίδρυσείδρυσαν, ιδρύσαν(ε)ιδρύθηκειδρύθηκαν, ιδρυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ιδρύσει
έχω ιδρυμένο
έχουμε ιδρύσει
έχουμε ιδρυμένο
έχω ιδρυθεί
είμαι ιδρυμένος, -η
έχουμε ιδρυθεί
είμαστε ιδρυμένοι, -ες
έχεις ιδρύσει
έχεις ιδρυμένο
έχετε ιδρύσει
έχετε ιδρυμένο
έχεις ιδρυθεί
είσαι ιδρυμένος, -η
έχετε ιδρυθεί
είστε ιδρυμένοι, -ες
έχει ιδρύσει
έχει ιδρυμένο
έχουν ιδρύσει
έχουν ιδρυμένο
έχει ιδρυθεί
είναι ιδρυμένος, -η, -ο
έχουν ιδρυθεί
είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ιδρύσει
είχα ιδρυμένο
είχαμε ιδρύσει
είχαμε ιδρυμένο
είχα ιδρυθεί
ήμουν ιδρυμένος, -η
είχαμε ιδρυθεί
ήμαστε ιδρυμένοι, -ες
είχες ιδρύσει
είχες ιδρυμένο
είχατε ιδρύσει
είχατε ιδρυμένο
είχες ιδρυθεί
ήσουν ιδρυμένος, -η
είχατε ιδρυθεί
ήσαστε ιδρυμένοι, -ες
είχε ιδρύσει
είχε ιδρυμένο
είχαν ιδρύσει
είχαν ιδρυμένο
είχε ιδρυθεί
ήταν ιδρυμένος, -η, -ο
είχαν ιδρυθεί
ήταν ιδρυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ιδρύωθα ιδρύουμε, θα ιδρύομεθα ιδρύομαιθα ιδρυόμαστε
θα ιδρύειςθα ιδρύετεθα ιδρύεσαιθα ιδρύεστε θα ιδρυόσαστε
θα ιδρύειθα ιδρύουν(ε)θα ιδρύεταιθα ιδρύονται
Fut
ur
θα ιδρύσωθα ιδρύσουμε, θα ιδρύσομεθα ιδρυθώθα ιδρυθούμε
θα ιδρύσειςθα ιδρύσετεθα ιδρυθείςθα ιδρυθείτε
θα ιδρύσειθα ιδρύσουν(ε)θα ιδρυθείθα ιδρυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ιδρύσει
θα έχω ιδρυμένο
θα έχουμε ιδρύσει
θα έχουμε ιδρυμένο
θα έχω ιδρυθεί
θα είμαι ιδρυμένος, -η
θα έχουμε ιδρυθεί
θα είμαστε ιδρυμένοι, -ες
θα έχεις ιδρύσει
θα έχεις ιδρυμένο
θα έχετε ιδρύσει
θα έχετε ιδρυμένο
θα έχεις ιδρυθεί
θα είσαι ιδρυμένος, -η
θα έχετε ιδρυθεί
θα είστε ιδρυμένοι, -ες
θα έχει ιδρύσει
θα έχει ιδρυμένο
θα έχουν ιδρύσει
θα έχουν ιδρυμένο
θα έχει ιδρυθεί
θα είναι ιδρυμένος, -η, -ο
θα έχουν ιδρυθεί
θα είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ιδρύωνα ιδρύουμε, να ιδρύομενα ιδρύομαινα ιδρυόμαστε
να ιδρύειςνα ιδρύετενα ιδρύεσαινα ιδρύεστε, να ιδρυόσαστε
να ιδρύεινα ιδρύουν(ε)να ιδρύεταινα ιδρύονται
Aoristνα ιδρύσωνα ιδρύσουμε, να ιδρύσομενα ιδρυθώνα ιδρυθούμε
να ιδρύσειςνα ιδρύσετενα ιδρυθείςνα ιδρυθείτε
να ιδρύσεινα ιδρύσουν(ε)να ιδρυθείνα ιδρυθούν(ε)
Perfνα έχω ιδρύσει
να έχω ιδρυμένο
να έχουμε ιδρύσει
να έχουμε ιδρυμένο
να έχω ιδρυθεί
να είμαι ιδρυμένος, -η
να έχουμε ιδρυθεί
να είμαστε ιδρυμένοι, -ες
να έχεις ιδρύσει
να έχεις ιδρυμένο
να έχετε ιδρύσει
να έχετε ιδρυμένο
να έχεις ιδρυθεί
να είσαι ιδρυμένος, -η
να έχετε ιδρυθεί
να είστε ιδρυμένοι, -ες
να έχει ιδρύσει
να έχει ιδρυμένο
να έχουν ιδρύσει
να έχουν ιδρυμένο
να έχει ιδρυθεί
να είναι ιδρυμένος, -η, -ο
να έχουν ιδρυθεί
να είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presίδρυειδρύετειδρύεστε
Aoristίδρυσειδρύσετε, ιδρύστειδρύσουιδρυθείτε
Part
izip
Presιδρύοντας
Perfέχοντας ιδρύσει, έχοντας ιδρυμένοιδρυμένος, -η, -οιδρυμένοι, -ες, -α
InfinAoristιδρύσειιδρυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback