θεωρώ Verb (7) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich würde es jedoch auch für sinnvoll erachten, die Höhe der Kosten abhängig vom noch ausstehenden Restbetrag des Kredits zu begrenzen, wie wir dies in der heutigen Abstimmung befürwortet haben. | Ωστόσο, θεωρώ ότι θα ήταν σκόπιμο να περιοριστεί, επίσης, το επίπεδο των επιβαρύνσεων, από την άποψη της εναπομένουσας αξίας της πίστωσης, δηλαδή αυτό για το οποίο ψηφίσαμε σήμερα. Übersetzung bestätigt |
Der Rat erwägt dies in Betracht zu ziehen, und ich finde es sehr schwierig, das als eine werthaltige Zusicherung zu erachten. | Το Συμβούλιο επιλέγει να το λάβει αυτό υπόψη, και θεωρώ πολύ δύσκολο να εκληφθεί αυτό ως αξιόλογη δέσμευση. Übersetzung bestätigt |
Mitglied der Kommission. Herr Präsident, ich möchte dem Parlament dafür danken, dieses Thema heute zur Debatte gestellt zu haben, weil ich denke, dass es einer Diskussion wert ist und wir mit der Feststellung der Tatsache beginnen sollten, dass in unseren Beziehungen zu China, die wir als sehr wichtig und strategisch erachten, in den vergangenen Jahren enorme Fortschritte gemacht wurden. Aufbauend auf eine so starke strategische Partnerschaft können und sollten wir definitiv in der Lage sein, alle Themenbereiche, auch die sensibelsten, angehen zu können. | μέλος της Επιτροπής. (EN) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Κοινοβούλιο που έθεσε σήμερα προς συζήτηση το συγκεκριμένο θέμα, διότι θεωρώ ότι αξίζει να συζητηθεί και πιστεύω ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε αναφέροντας πως οι σχέσεις μας με την Κίνα -τις οποίες θεωρούμε εξαιρετικά σπουδαίες και στρατηγικής σημασίαςέχουν σημειώσει τεράστια πρόοδο κατά τα τελευταία χρόνια. " διατήρηση μίας τόσο ισχυρής στρατηγικής συνεργασίας θα μας επιτρέψει ενδεχομένως -και πράγματι μας επιτρέπεινα αντιμετωπίζουμε όλα τα ζητήματα, μεταξύ άλλων και τα πλέον ακανθώδη. Übersetzung bestätigt |
Diese Ratingagenturen, bei denen es sich um private US-Firmen handelt, sind wirklich unzuverlässig, und ich halte es für inakzeptabel, dass die Europäische Zentralbank und die europäischen Institutionen sie selbst heute für wichtig erachten. | Είναι πράγματι αναξιόπιστοι αυτοί οι οίκοι αξιολόγησης οι οποίες είναι αμερικάνικες ιδιωτικές εταιρείες και θεωρώ απαράδεκτο να τους αποδέχονται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί -ακόμα και σήμεραως αξιολογητές. Übersetzung bestätigt |
Das, was ich aufgrunddessen für moralisch oder unmoralisch halte, muss also nicht unbedingt das sein, was Sie als solches erachten. | Που σημαίνει ότι αυτό που εγώ θεωρώ ηθικό ή ανήθικο βασιζόμενος σε αυτές ίσως να μην είναι απαραίτητα αυτό που θεωρείτε εσείς ηθικό ή ανήθικο. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
erachten |
in Betracht ziehen |
erwägen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erachte | ||
du | erachtest | |||
er, sie, es | erachtet | |||
Präteritum | ich | erachtete | ||
Konjunktiv II | ich | erachtete | ||
Imperativ | Singular | eracht! erachte! | ||
Plural | erachtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erachtet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erachten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | θεωρώ | θεωρούμε | θεωρούμαι | θεωρούμαστε |
θεωρείς | θεωρείτε | θεωρείσαι | θεωρείστε | ||
θεωρεί | θεωρούν(ε) | θεωρείται | θεωρούνται | ||
Imper fekt | θεωρούσα | θεωρούσαμε | θεωρούμουν | θεωρούμαστε | |
θεωρούσες | θεωρούσατε | ||||
θεωρούσε | θεωρούσαν(ε) | θεωρούνταν, εθεωρείτο | θεωρούνταν, εθεωρούντο | ||
Aorist | θεώρησα | θεωρήσαμε | θεωρήθηκα | θεωρηθήκαμε | |
θεώρησες | θεωρήσατε | θεωρήθηκες | θεωρηθήκατε | ||
θεώρησε | θεώρησαν, θεωρήσαν(ε) | θεωρήθηκε | θεωρήθηκαν, θεωρηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα θεωρώ | θα θεωρούμε | θα θεωρούμαι | θα θεωρούμαστε | |
θα θεωρείς | θα θεωρείτε | θα θεωρείσαι | θα θεωρείστε | ||
θα θεωρεί | θα θεωρούν(ε) | θα θεωρείται | θα θεωρούνται | ||
Fut ur | θα θεωρήσω | θα θεωρήσουμε | θα θεωρηθώ | θα θεωρηθούμε | |
θα θεωρήσεις | θα θεωρήσετε | θα θεωρηθείς | θα θεωρηθείτε | ||
θα θεωρήσει | θα θεωρήσουν(ε) | θα θεωρηθεί | θα θεωρηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να θεωρώ | να θεωρούμε | να θεωρούμαι | να θεωρούμαστε |
να θεωρείς | να θεωρείτε | να θεωρείσαι | να θεωρείστε | ||
να θεωρεί | να θεωρούν(ε) | να θεωρείται | να θεωρούνται | ||
Aorist | να θεωρήσω | να θεωρηθώ | να θεωρηθούμε | ||
να θεωρήσεις | να θεωρήσετε | να θεωρηθείς | να θεωρηθείτε | ||
να θεωρήσει | να θεωρήσουν(ε) | να θεωρηθεί | να θεωρηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | θεωρείτε | θεωρείστε | ||
Aorist | θεώρησε | θεωρήστε, θεωρήσετε | θεωρήσου | θεωρηθείτε | |
Part izip | Pres | θεωρώντας | θεωρούμενος | ||
Perf | έχοντας θεωρήσει, | θεωρημένος, -η, -ο | θεωρημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | θεωρήσει | θεωρηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.