entkleiden
 Verb

γδύνω Verb
(1)
ξεντύνω Verb
(0)
απογυμνώνω Verb
(0)
γυμνώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie zu beund entkleiden. Ihnen die Strümpfe zu reichen und die Schuhe anzuziehen. Ohne eigenen Willen zu sein.Να σας ντύνω, να σας γδύνω, να φροντίζω το πόδια σας χωρίς να έχω βούληση.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γδύνωγδύνουμε, γδύνομεγδύνομαιγδυνόμαστε
γδύνειςγδύνετεγδύνεσαιγδύνεστε, γδυνόσαστε
γδύνειγδύνουν(ε)γδύνεταιγδύνονται
Imper
fekt
έγδυναγδύναμεγδυνόμουν(α)γδυνόμαστε, γδυνόμασταν
έγδυνεςγδύνατεγδυνόσουν(α)γδυνόσαστε, γδυνόσασταν
έγδυνεέγδυναν, γδύναν(ε)γδυνόταν(ε)γδύνονταν, γδυνόντανε, γδυνόντουσαν
Aoristέγδυσαγδύσαμεγδύθηκαγδυθήκαμε
έγδυσεςγδύσατεγδύθηκεςγδυθήκατε
έγδυσεέγδυσαν, γδύσαν(ε)γδύθηκεγδύθηκαν, γδυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γδύσει
έχω γδυμένο
έχουμε γδύσει
έχουμε γδυμένο
έχω γδυθεί
είμαι γδυμένος, -η
έχουμε γδυθεί
είμαστε γδυμένοι, -ες
έχεις γδύσει
έχεις γδυμένο
έχετε γδύσει
έχετε γδυμένο
έχεις γδυθεί
είσαι γδυμένος, -η
έχετε γδυθεί
είστε γδυμένοι, -ες
έχει γδύσει
έχει γδυμένο
έχουν γδύσει
έχουν γδυμένο
έχει γδυθεί
είναι γδυμένος, -η, -ο
έχουν γδυθεί
είναι γδυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γδύσει
είχα γδυμένο
είχαμε γδύσει
είχαμε γδυμένο
είχα γδυθεί
ήμουν γδυμένος, -η
είχαμε γδυθεί
ήμαστε γδυμένοι, -ες
είχες γδύσει
είχες γδυμένο
είχατε γδύσει
είχατε γδυμένο
είχες γδυθεί
ήσουν γδυμένος, -η
είχατε γδυθεί
ήσαστε γδυμένοι, -ες
είχε γδύσει
είχε γδυμένο
είχαν γδύσει
είχαν γδυμένο
είχε γδυθεί
ήταν γδυμένος, -η, -ο
είχαν γδυθεί
ήταν γδυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γδύνωθα γδύνουμε, θα γδύνομεθα γδύνομαιθα γδυνόμαστε
θα γδύνειςθα γδύνετεθα γδύνεσαιθα γδύνεστε, θα γδυνόσαστε
θα γδύνειθα γδύνουν(ε)θα γδύνεταιθα γδύνονται
Fut
ur
θα γδύσωθα γδύσουμε, θα γδύσομεθα γδυθώθα γδυθούμε
θα γδύσειςθα γδύσετεθα γδυθείςθα γδυθείτε
θα γδύσειθα γδύσουν(ε)θα γδυθείθα γδυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γδύσει
θα έχω γδυμένο
θα έχουμε γδύσει
θα έχουμε γδυμένο
θα έχω γδυθεί
θα είμαι γδυμένος, -η
θα έχουμε γδυθεί
θα είμαστε γδυμένοι, -ες
θα έχεις γδύσει
θα έχεις γδυμένο
θα έχετε γδύσει
θα έχετε γδυμένο
θα έχεις γδυθεί
θα είσαι γδυμένος, -η
θα έχετε γδυθεί
θα είστε γδυμένοι, -ες
θα έχει γδύσει
θα έχει γδυμένο
θα έχουν γδύσει
θα έχουν γδυμένο
θα έχει γδυθεί
θα είναι γδυμένος, -η, -ο
θα έχουν γδυθεί
θα είναι γδυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γδύνωνα γδύνουμε, να γδύνομενα γδύνομαινα γδυνόμαστε
να γδύνειςνα γδύνετενα γδύνεσαινα γδύνεστε, να γδυνόσαστε
να γδύνεινα γδύνουν(ε)να γδύνεταινα γδύνονται
Aoristνα γδύσωνα γδύσουμε, να γδύσομενα γδυθώνα γδυθούμε
να γδύσειςνα γδύσετενα γδυθείςνα γδυθείτε
να γδύσεινα γδύσουν(ε)να γδυθείνα γδυθούν(ε)
Perfνα έχω γδύσει
να έχω γδυμένο
να έχουμε γδύσει
να έχουμε γδυμένο
να έχω γδυθεί
να είμαι γδυμένος, -η
να έχουμε γδυθεί
να είμαστε γδυμένοι, -ες
να έχεις γδύσει
να έχεις γδυμένο
να έχετε γδύσει
να έχετε γδυμένο
να έχεις γδυθεί
να είσαι γδυμένος, -η
να έχετε γδυθεί
να είστε γδυμένοι, -ες
να έχει γδύσει
να έχει γδυμένο
να έχουν γδύσει
να έχουν γδυμένο
να έχει γδυθεί
να είναι γδυμένος, -η, -ο
να έχουν γδυθεί
να είναι γδυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγδύνεγδύνετεγδύνεστε
Aoristγδύσεγδύσετε, γδύστεγδύσουγδυθείτε
Part
izip
Presγδύνοντας
Perfέχοντας γδύσει, έχοντας γδυμένογδυμένος, -η, -ογδυμένοι, -ες, -α
InfinAoristγδύσειγδυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback