einspeisen
 Verb

εισάγω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn wir alles, was wir wissen, in K.I.T.T.s Elektronik einspeisen, könnten wir da nicht den Sender ermitteln?Οπότε αν πάρουμε αυτά που εσύ έχεις... και τα δώσουμε στόν ΚΙΤΤ? Θά μας δείξει τήν πήγη. Θά πάρει λίγο χρόνο.

Übersetzung nicht bestätigt

PEM Nummer 1 einspeisen.Τοποθέτησε PEM νούμερο ένα.

Übersetzung nicht bestätigt

PEM Nummer 2 einspeisen.Είσοδος PEM νούμερο δύο.

Übersetzung nicht bestätigt

Der Delphin kann dich in die Daten einspeisen.Το δελφίνι θα σε βάλει στα δεδομένα.

Übersetzung nicht bestätigt

Wollt ihr euch einspeisen, braucht ihr ein Netzwerk, und ich weiß, wie ihr da reinkommt.Αν θέλετε να μπείτε σπίτι του, χρειάζονται διασυνδέσεις... κι εγώ έχω τις διασυνδέσεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
einspeisen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εισάγωεισάγουμε, εισάγομεεισάγομαιεισαγόμαστε
εισάγειςεισάγετεεισάγεσαιεισάγεστε, εισαγόσαστε
εισάγειεισάγουν(ε)εισάγεταιεισάγονται
Imper
fekt
εισήγαεισήγαμεεισαγόμουν(α)εισαγόμαστε
εισήγεςεισήγατεεισαγόσουν(α)εισαγόσαστε
εισήγεεισήγανεισαγόταν(ε)εισάγονταν
Aoristεισήγαγαεισηγάγαμε(εισάχθηκα)(εισαχθήκαμε)
εισήγαγεςεισηγάγατε(εισάχθηκες)(εισαχθήκατε)
εισήγαγεεισήγαγαν(εισάχθηκε) εισήχθη(εισάχθηκαν) εισήχθησαν
Per
fekt
έχω εισαγάγειέχουμε εισαγάγειέχω εισαχθείέχουμε εισαχθεί
έχεις εισαγάγειέχετε εισαγάγειέχεις εισαχθείέχετε εισαχθεί
έχει εισαγάγειέχουν εισαγάγειέχει εισαχθείέχουν εισαχθεί
Plu
per
fekt
είχα εισαγάγειείχαμε εισαγάγειείχα εισαχθείείχαμε εισαχθεί
είχες εισαγάγειείχατε εισαγάγειείχες εισαχθείείχατε εισαχθεί
είχε εισαγάγειείχαν εισαγάγειείχε εισαχθείείχαν εισαχθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εισάγωθα εισάγουμε, θα εισάγομεθα εισάγομαιθα εισαγόμαστε
θα εισάγειςθα εισάγετεθα εισάγεσαιθα εισάγεστε, θα εισαγόσαστε
θα εισάγειθα εισάγουν(ε)θα εισάγεταιθα εισάγονται
Fut
ur
θα εισηγάγωθα εισηγάγουμε, θα εισηγάγομεθα εισαχθώθα εισαχθούμε
θα εισαγάγειςθα εισηγάγετεθα εισαχθείςθα εισαχθείτε
θα εισαγάγειθα εισηγάγουν(ε)θα εισαχθείθα εισαχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εισαγάγειθα έχουμε εισαγάγειθα έχω εισαχθείθα έχουμε εισαχθεί
θα έχεις εισαγάγειθα έχετε εισαγάγειθα έχεις εισαχθείθα έχετε εισαχθεί
θα έχει εισαγάγειθα έχουν εισαγάγειθα έχει εισαχθείθα έχουν εισαχθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εισάγωνα εισάγουμε, να εισάγομενα εισάγομαινα εισαγόμαστε
να εισάγειςνα εισάγετενα εισάγεσαινα εισάγεστε, να εισαγόσαστε
να εισάγεινα εισάγουν(ε)να εισάγεταινα εισάγονται
Aoristνα εισηγάγωνα εισηγάγουμε, να εισηγάγομενα εισαχθώνα εισαχθούμε
να εισαγάγειςνα εισηγάγετενα εισαχθείςνα εισαχθείτε
να εισαγάγεινα εισηγάγουν(ε)να εισαχθείνα εισαχθούν(ε)
Perfνα έχω εισαγάγεινα έχουμε εισαγάγεινα έχω εισαχθείνα έχουμε εισαχθεί
να έχεις εισαγάγεινα έχετε εισαγάγεινα έχεις εισαχθείνα έχετε εισαχθεί
να έχει εισαγάγεινα έχουν εισαγάγεινα έχει εισαχθείνα έχουν εισαχθεί
Imper
ativ
Presεισάγετεεισάγεστε
Aoristεισαγάγετεεισαχθείτε
Part
izip
Presεισάγονταςεισαγόμενος
Perfέχοντας εισαγάγει(εισαγμένος, -η, -ο)(εισαγμένοι, -ες, -α)
InfinAoristεισαγάγειεισαχθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback