einseifen
 Verb

σαπουνίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn ihr vielleicht denkt, dass ihr mich auf die Tour einseifen könnt, habt ihr euch geschnitten.Θέλετε να συνεργαστώ... Μην επιμένετε...

Übersetzung nicht bestätigt

Jumbo, den kannst du doch nicht so ohne weiteres einseifen!Ντροπή σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Du musst die Leute ein wenig einseifen.Πρέπει μόνο να μάθεις να καλοπιάνεις τους άλλους.

Übersetzung nicht bestätigt

Vielleicht sollten wir Ihre Hand einseifen.Μήπως πρέπει να σου σαπουνίσουμε το χέρι.

Übersetzung nicht bestätigt

Sagt, wir sollen Wilhemina einseifen, damit sie uns was abgibt.Λέει να καλοπιάσουμε την Γουιλεμίνα, μήπως και μας αφήσει μερικές λίρες.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
einseifen
abseifen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σαπουνίζωσαπουνίζουμε, σαπουνίζομεσαπουνίζομαισαπουνιζόμαστε
σαπουνίζειςσαπουνίζετεσαπουνίζεσαισαπουνίζεστε, σαπουνιζόσαστε
σαπουνίζεισαπουνίζουν(ε)σαπουνίζεταισαπουνίζονται
Imper
fekt
σαπούνιζασαπουνίζαμεσαπουνιζόμουν(α)σαπουνιζόμαστε, σαπουνιζόμασταν
σαπούνιζεςσαπουνίζατεσαπουνιζόσουν(α)σαπουνιζόσαστε, σαπουνιζόσασταν
σαπούνιζεσαπούνιζαν, σαπουνίζαν(ε)σαπουνιζόταν(ε)σαπουνίζονταν, σαπουνιζόντανε, σαπουνιζόντουσαν
Aoristσαπούνισασαπουνίσαμεσαπουνίστηκασαπουνιστήκαμε
σαπούνισεςσαπουνίσατεσαπουνίστηκεςσαπουνιστήκατε
σαπούνισεσαπούνισαν, σαπουνίσαν(ε)σαπουνίστηκεσαπουνίστηκαν, σαπουνιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σαπουνίσει
έχω σαπουνισμένο
έχουμε σαπουνίσει
έχουμε σαπουνισμένο
έχω σαπουνιστεί
είμαι σαπουνισμένος, -η
έχουμε σαπουνιστεί
είμαστε σαπουνισμένοι, -ες
έχεις σαπουνίσει
έχεις σαπουνισμένο
έχετε σαπουνίσει
έχετε σαπουνισμένο
έχεις σαπουνιστεί
είσαι σαπουνισμένος, -η
έχετε σαπουνιστεί
είστε σαπουνισμένοι, -ες
έχει σαπουνίσει
έχει σαπουνισμένο
έχουν σαπουνίσει
έχουν σαπουνισμένο
έχει σαπουνιστεί
είναι σαπουνισμένος, -η, -ο
έχουν σαπουνιστεί
είναι σαπουνισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σαπουνίσει
είχα σαπουνισμένο
είχαμε σαπουνίσει
είχαμε σαπουνισμένο
είχα σαπουνιστεί
ήμουν σαπουνισμένος, -η
είχαμε σαπουνιστεί
ήμαστε σαπουνισμένοι, -ες
είχες σαπουνίσει
είχες σαπουνισμένο
είχατε σαπουνίσει
είχατε σαπουνισμένο
είχες σαπουνιστεί
ήσουν σαπουνισμένος, -η
είχατε σαπουνιστεί
ήσαστε σαπουνισμένοι, -ες
είχε σαπουνίσει
είχε σαπουνισμένο
είχαν σαπουνίσει
είχαν σαπουνισμένο
είχε σαπουνιστεί
ήταν σαπουνισμένος, -η, -ο
είχαν σαπουνιστεί
ήταν σαπουνισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σαπουνίζωθα σαπουνίζουμε, θα σαπουνίζομεθα σαπουνίζομαιθα σαπουνιζόμαστε
θα σαπουνίζειςθα σαπουνίζετεθα σαπουνίζεσαιθα σαπουνίζεστε, θα σαπουνιζόσαστε
θα σαπουνίζειθα σαπουνίζουν(ε)θα σαπουνίζεταιθα σαπουνίζονται
Fut
ur
θα σαπουνίσωθα σαπουνίσουμε, θα σαπουνίζομεθα σαπουνιστώθα σαπουνιστούμε
θα σαπουνίσειςθα σαπουνίσετεθα σαπουνιστείςθα σαπουνιστείτε
θα σαπουνίσειθα σαπουνίσουν(ε)θα σαπουνιστείθα σαπουνιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σαπουνίσει
θα έχω σαπουνισμένο
θα έχουμε σαπουνίσει
θα έχουμε σαπουνισμένο
θα έχω σαπουνιστεί
θα είμαι σαπουνισμένος, -η
θα έχουμε σαπουνιστεί
θα είμαστε σαπουνισμένοι, -ες
θα έχεις σαπουνίσει
θα έχεις σαπουνισμένο
θα έχετε σαπουνίσει
θα έχετε σαπουνισμένο
θα έχεις σαπουνιστεί
θα είσαι σαπουνισμένος, -η
θα έχετε σαπουνιστεί
θα είστε σαπουνισμένοι, -ες
θα έχει σαπουνίσει
θα έχει σαπουνισμένο
θα έχουν σαπουνίσει
θα έχουν σαπουνισμένο
θα έχει σαπουνιστεί
θα είναι σαπουνισμένος, -η, -ο
θα έχουν σαπουνιστεί
θα είναι σαπουνισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σαπουνίζωνα σαπουνίζουμε, να σαπουνίζομενα σαπουνίζομαινα σαπουνιζόμαστε
να σαπουνίζειςνα σαπουνίζετενα σαπουνίζεσαινα σαπουνίζεστε, να σαπουνιζόσαστε
να σαπουνίζεινα σαπουνίζουν(ε)να σαπουνίζεταινα σαπουνίζονται
Aoristνα σαπουνίσωνα σαπουνίσουμε, να σαπουνίσομενα σαπουνιστώνα σαπουνιστούμε
να σαπουνίσειςνα σαπουνίσετενα σαπουνιστείςνα σαπουνιστείτε
να σαπουνίσεινα σαπουνίσουν(ε)να σαπουνιστείνα σαπουνιστούν(ε)
Perfνα έχω σαπουνίσει
να έχω σαπουνισμένο
να έχουμε σαπουνίσει
να έχουμε σαπουνισμένο
να έχω σαπουνιστεί
να είμαι σαπουνισμένος, -η
να έχουμε σαπουνιστεί
να είμαστε σαπουνισμένοι, -ες
να έχεις σαπουνίσει
να έχεις σαπουνισμένο
να έχετε σαπουνίσει
να έχετε σαπουνισμένο
να έχεις σαπουνιστεί
να είσαι σαπουνισμένος, -η
να έχετε σαπουνιστεί
να είστε σαπουνισμένοι, -ες
να έχει σαπουνίσει
να έχει σαπουνισμένο
να έχουν σαπουνίσει
να έχουν σαπουνισμένο
να έχει σαπουνιστεί
να είναι σαπουνισμένος, -η, -ο
να έχουν σαπουνιστεί
να είναι σαπουνισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσαπούνιζεσαπουνίζετεσαπουνίζεστε
Aoristσαπούνισεσαπουνίστεσαπουνίσουσαπουνιστείτε
Part
izip
Presσαπουνίζονταςσαπουνιζόμενος
Perfέχοντας σαπουνίσει, έχοντας σαπουνισμένοσαπουνισμένος, -η, -οσαπουνισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσαπουνίσεισαπουνιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback