διαβάζω Verb (2) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Dann brauche ich es nicht zu lesen. Man soll alles durchlesen... bevor man es unterschreibt. | Δε χρειάζεται να το διαβάζω. Übersetzung nicht bestätigt |
Du hast selbst gesagt, man soll alles gründlich durchlesen. | Το είπες κι εσύ, να διαβάζω καλά πριν υπογράψω κάτι. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lese durch | ||
du | liest durch | |||
er, sie, es | liest durch | |||
Präteritum | ich | las durch | ||
Konjunktiv II | ich | läse durch | ||
Imperativ | Singular | lies durch! | ||
Plural | lest durch! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
durchgelesen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:durchlesen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαβάζω | διαβάζουμε, διαβάζομε | διαβάζομαι | διαβαζόμαστε |
διαβάζεις | διαβάζετε | διαβάζεσαι | διαβάζεστε, διαβαζόσαστε | ||
διαβάζει | διαβάζουν(ε) | διαβάζεται | διαβάζονται | ||
Imper fekt | διάβαζα | διαβάζαμε | διαβαζόμουν(α) | διαβαζόμαστε, διαβαζόμασταν | |
διάβαζες | διαβάζατε | διαβαζόσουν(α) | διαβαζόσαστε, διαβαζόσασταν | ||
διάβαζε | διάβαζαν, διαβάζαν(ε) | διαβαζόταν(ε) | διαβάζονταν, διαβαζόντανε, διαβαζόντουσαν | ||
Aorist | διάβασα | διαβάσαμε | διαβάστηκα | διαβαστήκαμε | |
διάβασες | διαβάσατε | διαβάστηκες | διαβαστήκατε | ||
διάβασε | διάβασαν, διαβάσαν(ε) | διαβάστηκε | διαβάστηκαν, διαβαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διαβάσει έχω διαβασμένο | έχουμε διαβάσει έχουμε διαβασμένο | έχω διαβαστεί είμαι διαβασμένος, -η | έχουμε διαβαστεί είμαστε διαβασμένοι, -ες | |
έχεις διαβάσει έχεις διαβασμένο | έχετε διαβάσει έχετε διαβασμένο | έχεις διαβαστεί είσαι διαβασμένος, -η | έχετε διαβαστεί είστε διαβασμένοι, -ες | ||
έχει διαβάσει έχει διαβασμένο | έχουν διαβάσει έχουν διαβασμένο | έχει διαβαστεί είναι διαβασμένος, -η, -ο | έχουν διαβαστεί είναι διαβασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα διαβάσει είχα διαβασμένο | είχαμε διαβάσει είχαμε διαβασμένο | είχα διαβαστεί ήμουν διαβασμένος, -η | είχαμε διαβαστεί ήμαστε διαβασμένοι, -ες | |
είχες διαβάσει είχες διαβασμένο | είχατε διαβάσει είχατε διαβασμένο | είχες διαβαστεί ήσουν διαβασμένος, -η | είχατε διαβαστεί ήσαστε διαβασμένοι, -ες | ||
είχε διαβάσει είχε διαβασμένο | είχαν διαβάσει είχαν διαβασμένο | είχε διαβαστεί ήταν διαβασμένος, -η, -ο | είχαν διαβαστεί ήταν διαβασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαβάζω | θα διαβάζουμε, θα διαβάζομε | θα διαβάζομαι | θα διαβαζόμαστε | |
θα διαβάζεις | θα διαβάζετε | θα διαβάζεσαι | θα διαβάζεστε, θα διαβαζόσαστε | ||
θα διαβάζει | θα διαβάζουν(ε) | θα διαβάζεται | θα διαβάζονται | ||
Fut ur | θα διαβάσω | θα διαβάσουμε, θα διαβάσομε | θα διαβαστώ | θα διαβαστούμε | |
θα διαβάσεις | θα διαβάσετε | θα διαβαστείς | θα διαβαστείτε | ||
θα διαβάσει | θα διαβάσουν(ε) | θα διαβαστεί | θα διαβαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω διαβάσει θα έχω διαβασμένο | θα έχουμε διαβάσει θα έχουμε διαβασμένο | θα έχω διαβαστεί θα είμαι διαβασμένος, -η | θα έχουμε διαβαστεί θα είμαστε διαβασμένοι, -ες | |
θα έχεις διαβάσει θα έχεις διαβασμένο | θα έχετε διαβάσει θα έχετε διαβασμένο | θα έχεις διαβαστεί θα είσαι διαβασμένος, -η | θα έχετε διαβαστεί θα είστε διαβασμένοι, -ες | ||
θα έχει διαβάσει θα έχει διαβασμένο | θα έχουν διαβάσει θα έχουν διαβασμένο | θα έχει διαβαστεί θα είναι διαβασμένος, -η, -ο | θα έχουν διαβαστεί θα είναι διαβασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαβάζω | να διαβάζουμε, να διαβάζομε | να διαβάζομαι | να διαβαζόμαστε |
να διαβάζεις | να διαβάζετε | να διαβάζεσαι | να διαβάζεστε, να διαβαζόσαστε | ||
να διαβάζει | να διαβάζουν(ε) | να διαβάζεται | να διαβάζονται | ||
Aorist | να διαβάσω | να διαβάσουμε, να διαβάσομε | να διαβαστώ | να διαβαστούμε | |
να διαβάσεις | να διαβάσετε | να διαβαστείς | να διαβαστείτε | ||
να διαβάσει | να διαβάσουν | να διαβαστεί | να διαβαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω διαβάσει να έχω διαβασμένο | να έχουμε διαβασμένο | να έχω διαβαστεί | να έχουμε διαβαστεί | |
να έχεις διαβασμένο | να έχετε διαβάσει να έχετε διαβασμένο | να έχεις διαβαστεί να είσαι διαβασμένος, -η | να έχετε διαβαστεί να είστε διαβασμένοι, -ες | ||
να έχει διαβάσει να έχει διαβασμένο | να έχουν διαβάσει να έχουν διαβασμένο | να έχει διαβαστεί | να έχουν διαβαστεί | ||
Imper ativ | Pres | διάβαζε | διαβάζετε | διαβάζεστε | |
Aorist | διάβασε | διαβάστε | διαβάσου | διαβαστείτε | |
Part izip | Pres | διαβάζοντας | διαβαζόμενος | ||
Perf | έχοντας διαβάσει, έχοντας διαβασμένο | διαβασμένος, -η, -ο | διαβασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαβάσει | διαβαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.