αποσταθεροποιώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Der Quantenspalt beginnt, sich zu destabilisieren. | Η κβαντική ρωγμή αποσταθεροποιείται. Übersetzung nicht bestätigt |
Botschafter, die RivaIitäten zwischen Ihnen und Lord Refa drohen den Königshof zu destabilisieren. | Πρέσβη, αυτή η διαμάχη μεταξύ εσού και του Λόρδου Ρίφα... απειλεί να αποσταθεροποιήσει τη Βασιλική Αυλή. Übersetzung nicht bestätigt |
Vertreter von Präsident Clark wiesen vor dem Untersuchungsausschuss diese Vorwürfe zurück. Sie bezeichneten sie als Versuche, die Erdregierung von innen und von außen zu destabilisieren. | Αντιπρόσωποι του Προέδρου Κλαρκ μιλώντας... μπροστά στην Επιτροπή Έρευνας της Γερουσίας... αρνήθηκαν τους τελευταίους ισχυρισμούς, περιγράφοντάς τους ως προσπάθειες... να αποσταθεροποιηθεί η Γήινη Κυβέρνηση από μέσα και από έξω. Übersetzung nicht bestätigt |
Die Engramme destabilisieren sich. | Οι αναμνήσεις αποσταθεροποιούνται. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn er jetzt startet, wird er die ganze Höhle destabilisieren. | Αν εκτοξευτεί τώρα, θα αποσταθεροποιήσει ολόκληρο το σπήλαιο. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
destabilisieren |
entstabilisieren |
aus dem Gleichgewicht bringen |
Ähnliche Wörter |
---|
destabilisierend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | destabilisiere | ||
du | destabilisierst | |||
er, sie, es | destabilisiert | |||
Präteritum | ich | destabilisierte | ||
Konjunktiv II | ich | destabilisierte | ||
Imperativ | Singular | destabilisier! destabilisiere! | ||
Plural | destabilisiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
destabilisiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:destabilisieren |
απαρέμφατο (αόριστος) | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
μετοχή (ενεστώτας) | |||||||
πρόσωπο | singular | plural | |||||
πρώτο | δεύτερο | τρίτο | πρώτο | δεύτερο | τρίτο | ||
οριστική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | αποσταθεροποιώ | αποσταθεροποιείς | αποσταθεροποιεί | αποσταθεροποιούμε | αποσταθεροποιείτε | αποσταθεροποιούν |
παρατατικός | αποσταθεροποιούσα | αποσταθεροποιούσες | αποσταθεροποιούσε | αποσταθεροποιούσαμε | αποσταθεροποιούσατε | αποσταθεροποιούσαν | |
αόριστος | αποσταθεροποίησα | αποσταθεροποίησες | αποσταθεροποίησε | αποσταθεροποιήσαμε | αποσταθεροποιήσατε | αποσταθεροποίησαν | |
περιφραστικοί χρόνοι | εξακολουθητικός μέλλοντας | θα αποσταθεροποιώ | θα αποσταθεροποιείς | θα αποσταθεροποιεί | θα αποσταθεροποιούμε | θα αποσταθεροποιείτε | θα αποσταθεροποιούν |
στιγμιαίος μέλλοντας | θα αποσταθεροποιήσω | θα αποσταθεροποιήσεις | θα αποσταθεροποιήσει | θα αποσταθεροποιήσουμε | θα αποσταθεροποιήσετε | θα αποσταθεροποιήσουν | |
παρακείμενος α' | έχω αποσταθεροποιήσει | έχεις αποσταθεροποιήσει | έχει αποσταθεροποιήσει | έχουμε αποσταθεροποιήσει | έχετε αποσταθεροποιήσει | έχουν αποσταθεροποιήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
υπερσυντέλικος α' | είχα αποσταθεροποιήσει | είχες αποσταθεροποιήσει | είχε αποσταθεροποιήσει | είχαμε αποσταθεροποιήσει | είχατε αποσταθεροποιήσει | είχαν αποσταθεροποιήσει | |
υπερσυντέλικος β' | - | - | - | - | - | - | |
συντελεσμένος μέλλοντας α' | θα έχω αποσταθεροποιήσει | θα έχεις αποσταθεροποιήσει | θα έχει αποσταθεροποιήσει | θα έχουμε αποσταθεροποιήσει | θα έχετε αποσταθεροποιήσει | θα έχουν αποσταθεροποιήσει | |
συντελεσμένος μέλλοντας β' | - | - | - | - | - | - | |
υποτακτική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
περιφραστικοί χρόνοι | ενεστώτας | να αποσταθεροποιώ | να αποσταθεροποιείς | να αποσταθεροποιεί | να αποσταθεροποιούμε | να αποσταθεροποιείτε | να αποσταθεροποιούν |
αόριστος | να αποσταθεροποιήσω | να αποσταθεροποιήσεις | να αποσταθεροποιήσει | να αποσταθεροποιήσουμε | να αποσταθεροποιήσετε | να αποσταθεροποιήσουν | |
παρακείμενος α' | να έχω αποσταθεροποιήσει | να έχεις αποσταθεροποιήσει | να έχει αποσταθεροποιήσει | να έχουμε αποσταθεροποιήσει | να έχετε αποσταθεροποιήσει | να έχουν αποσταθεροποιήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
προστακτική | - | (εσύ) | - | - | (εσείς) | - | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | αποσταθεροποίει | αποσταθεροποιείτε | ||||
αόριστος | αποσταθεροποίησε | αποσταθεροποιήστε |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.