διψώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
"Wir dürsten alle nach Liebe." (Sofia Magarill) | Ψάχνουμε για την αγάπη. (Sofiya Magarill) Übersetzung nicht bestätigt |
"Wir dürsten alle nach Liebe..." | Όλοι ψάχνουμε για την αγάπη. Übersetzung nicht bestätigt |
"Wir dürsten alle nach Liebe." | Όλοι ψάχνουν για την αγάπη. Übersetzung nicht bestätigt |
Auf alle Dummköpfe und verrückten Frauenzimmer... in Vergangenheit, Gegenwart und Zukunft... die nach Wissen dürsten und die Wahrheit wollen... für die Gerechtigkeit streiten und einander helfen... und die es so schwer machen für solche Schweine wie dich... und wie mich. | Σε όλους τους ηλίθιους βλάκες και τις τρελές γκόμενες... του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος που διψάνε για γνώση και αναζητούν την αλήθεια που παλεύουν για δικαιοσύνη και εκπολιτίζουν αλλήλους και κάνουν τόσο δύσκολα τα πράγματα για απατεώνες σαν εσένα. Και μένα. Übersetzung nicht bestätigt |
Damit du die Kraft des Herrn erfährst, soll Ägypten sieben Tage dürsten. | Για να γνωρίσεις την δύναμη του Κυρίου για επτά ημέρες, η Αίγυπτος θα διψάσει. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
erhoffen |
der Hoffnung sein |
dürsten |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | dürste | ||
du | dürstest | |||
er, sie, es | dürstet | |||
Präteritum | ich | dürstete | ||
Konjunktiv II | ich | dürstete | ||
Imperativ | Singular | dürst! dürste! | ||
Plural | dürstet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gedürstet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:dürsten |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διψάω, διψώ | διψάμε, διψούμε |
διψάς | διψάτε | ||
διψάει, διψά | διψάν(ε), διψούν(ε) | ||
Imper fekt | διψούσα, δίψαγα | διψούσαμε, διψάγαμε | |
διψούσες, δίψαγες | διψούσατε, διψάγατε | ||
διψούσε, δίψαγε | διψούσαν(ε), δίψαγαν, διψάγανε | ||
Aorist | δίψασα | διψάσαμε | |
δίψασες | διψάσατε | ||
δίψασε | δίψασαν, διψάσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω διψάσει | έχουμε διψάσει | |
έχεις διψάσει | έχετε διψάσει | ||
έχει διψάσει | έχουν διψάσει | ||
Plu perf ekt | είχα διψάσει | είχαμε διψάσει | |
είχες διψάσει | είχατε διψάσει | ||
είχε διψάσει | είχαν διψάσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διψάω, θα διψώ | θα διψάμε, θα διψούμε | |
θα διψάς | θα διψάτε | ||
θα διψάει, θα διψά | θα διψάν(ε), θα διψούν(ε) | ||
Fut ur | θα διψάσω | θα διψάσουμε, θα διψάσομε | |
θα διψάσεις | θα διψάσετε | ||
θα διψάσει | θα διψάσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω διψάσει | θα έχουμε διψάσει | |
θα έχεις διψάσει | θα έχετε διψάσει | ||
θα έχει διψάσει | θα έχουν διψάσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διψάω, να διψώ | να διψάμε, να διψούμε |
να διψάς | να διψάτε | ||
να διψάει, να διψά | να διψάν(ε), να διψούν(ε) | ||
Aorist | να διψάσω | να διψάσουμε, να διψάσομε | |
να διψάσεις | να διψάσετε | ||
να διψάσει | να διψάσουν(ε) | ||
Perf | να έχω διψάσει | να έχουμε διψάσει | |
να έχεις διψάσει | να έχετε διψάσει | ||
να έχει διψάσει | να έχουν διψάσει | ||
Imper ativ | Pres | δίψα, δίψαγε | διψάτε |
Aorist | δίψασε, δίψα | διψάστε | |
Part izip | Pres | διψώντας | |
Perf | διψασμένος, -η, -ο | διψασμένοι, -ες, -α | |
έχοντας διψάσει | |||
Infin | Aorist | διψάσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.