beängstigen
 Verb

τρομάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Da war ein großer Spiegel. Er war in der Nähe der Tür. Ein riesiger Spiegel, dem Sie sich nicht zu nähern wagten, als ob er Sie beängstigen würde.Είναι αλήθεια, υπήρχε ένας τεράστιος καθρέφτης δίπλα στη πόρτα... που φοβόσουν να πας κοντά του.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich möchte Sie nicht beängstigen, aber wenn Sie ihn jemals wieder sehen, vermeiden Sie den nahen Kontakt, da dieser Virus tödlich ist.Δεν θέλω να σε αγχώσω... αλλά αν τον συναντήσεις... απόφυγε οποιαδήποτε επαφή, μιας και ο ιός είναι θανατηφόρος.

Übersetzung nicht bestätigt

Du musst dich nicht durch solche Ideen beängstigen.Δεν χρειάζεται να τρομάζεις τον εαυτό σου με τέτοιες ιδέες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will Sie nicht beängstigen, aber beim Zustand Ihrer Frau ist ein unbekanntes Toxin im Spiel.Κάποια άγνωστη τοξίνη προκάλεσε την κατάστασή της.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich möchte Dich nicht beängstigen, Jake, aber Du musst hier raus.Δεν θέλω να σε τρομάξω, Τζέικ, αλλά πρέπει να βγείτε από εδώ μέσα.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρομάζωτρομάζουμε, τρομάζομε
τρομάζειςτρομάζετε
τρομάζειτρομάζουν(ε)
Imper
fekt
τρόμαζατρομάζαμε
τρόμαζεςτρομάζατε
τρόμαζετρόμαζαν, τρομάζαν(ε)
Aoristτρόμαξατρομάξαμε
τρόμαξεςτρομάξατε
τρόμαξετρόμαξαν, τρομάξαν(ε)
Per
fekt
έχω τρομάξει
έχω τρομαγμένο
έχουμε τρομάξει
έχουμε τρομαγμένο
έχεις τρομάξει
έχεις τρομαγμένο
έχετε τρομάξει
έχετε τρομαγμένο
έχει τρομάξει
έχει τρομαγμένο
έχουν τρομάξει
έχουν τρομαγμένο
Plu
per
fekt
είχα τρομάξει
είχα τρομαγμένο
είχαμε τρομάξει
είχαμε τρομαγμένο
είχες τρομάξει
είχες τρομαγμένο
είχατε τρομάξει
είχατε τρομαγμένο
είχε τρομάξει
είχε τρομαγμένο
είχαν τρομάξει
είχαν τρομαγμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρομάζωθα τρομάζουμε, θα τρομάζομε
θα τρομάζειςθα τρομάζετε
θα τρομάζειθα τρομάζουν(ε)
Fut
ur
θα τρομάξωθα τρομάξουμε, θα τρομάξομε
θα τρομάξειςθα τρομάξετε
θα τρομάξειθα τρομάξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τρομάξει
θα έχω τρομαγμένο
θα έχουμε τρομάξει
θα έχουμε τρομαγμένο
θα έχεις τρομάξει
θα έχεις τρομαγμένο
θα έχετε τρομάξει
θα έχετε τρομαγμένο
θα έχει τρομάξει
θα έχει τρομαγμένο
θα έχουν τρομάξει
θα έχουν τρομαγμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρομάζωνα τρομάζουμε, να τρομάζομε
να τρομάζειςνα τρομάζετε
να τρομάζεινα τρομάζουν(ε)
Aoristνα τρομάξωνα τρομάξουμε, να τρομάξομε
να τρομάξειςνα τρομάξετε
να τρομάξεινα τρομάξουν(ε)
Perf να έχω τρομάξει
να έχω τρομαγμένο
να έχουμε τρομάξει
να έχουμε τρομαγμένο
να έχεις τρομάξει
να έχεις τρομαγμένο
να έχετε τρομάξει
να έχετε τρομαγμένο
να έχει τρομάξει
να έχει τρομαγμένο
να έχουν τρομάξει
να έχουν τρομαγμένο
Imper
ativ
Presτρόμαζετρομάζετε
Aoristτρόμαξετρομάξτε, τρομάχτε
Part
izip
Presτρομάζοντας
Perfέχοντας τρομάξει, έχοντας τρομαγμένο
InfinAoristτρομάξει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback