υπολογίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Den Schaden konnten wir nicht genau beziffern. | Δεν έχουμε υπολογίσει ακόμη τη ζημιά. Übersetzung nicht bestätigt |
Die Vietnamesen beziffern ihre Verluste in dieser Woche auf 522. | Το Νότιο Βιετνάμ είχε 522 νεκρούς την προηγούμενη εβδομάδα. Übersetzung nicht bestätigt |
Du kannst es auf 'ne halbe Million Euro beziffern. | Εκτιμάται στο μισό εκατομμύριο ευρώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Komm her. Die Filmstudios wollen den Schaden beziffern. | Η παραβίαση copyright τιμωρείται από τον νόμο. Übersetzung nicht bestätigt |
Und es ist kaum zu beziffern, welchen Wert unsere Erfolge haben, in Fällen der Halunken Pretty Boy Floyd, Baby Face Nelson, Machine Gun Kelly und anderer Ganoven dieser Größenordnung. | Tο κέρδος από τις επιτυχίες μας είναι αvυπολόγιστο. Πόσο αξίζει η σύλληψη μεγάλωv ληστώv τραπεζώv και άλλωv αποβρασμάτωv; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
quantitativ bestimmen |
beziffern |
quantifizieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beziffere | ||
du | bezifferst | |||
er, sie, es | beziffert | |||
Präteritum | ich | bezifferte | ||
Konjunktiv II | ich | bezifferte | ||
Imperativ | Singular | beziffere! | ||
Plural | beziffert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beziffert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beziffern |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υπολογίζω | υπολογίζουμε, υπολογίζομε | υπολογίζομαι | υπολογιζόμαστε |
υπολογίζεις | υπολογίζετε | υπολογίζεσαι | υπολογίζεστε, υπολογιζόσαστε | ||
υπολογίζει | υπολογίζουν(ε) | υπολογίζεται | υπολογίζονται | ||
Imper fekt | υπολόγιζα | υπολογίζαμε | υπολογιζόμουν(α) | υπολογιζόμαστε, υπολογιζόμασταν | |
υπολόγιζες | υπολογίζατε | υπολογιζόσουν(α) | υπολογιζόσαστε, υπολογιζόσασταν | ||
υπολόγιζε | υπολόγιζαν, υπολογίζαν(ε) | υπολογιζόταν(ε) | υπολογίζονταν, υπολογιζόντανε, υπολογιζόντουσαν | ||
Aorist | υπολόγισα | υπολογίσαμε | υπολογίστηκα | υπολογιστήκαμε | |
υπολόγισες | υπολογίσατε | υπολογίστηκες | υπολογιστήκατε | ||
υπολόγισε | υπολόγισαν, υπολογίσαν(ε) | υπολογίστηκε | υπολογίστηκαν, υπολογιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω υπολογίσει έχω υπολογισμένο | έχουμε υπολογίσει έχουμε υπολογισμένο | έχω υπολογιστεί είμαι υπολογισμένος, -η | έχουμε υπολογιστεί είμαστε υπολογισμένοι, -ες | |
έχεις υπολογίσει έχεις υπολογισμένο | έχετε υπολογίσει έχετε υπολογισμένο | έχεις υπολογιστεί είσαι υπολογισμένος, -η | έχετε υπολογιστεί είστε υπολογισμένοι, -ες | ||
έχει υπολογίσει έχει υπολογισμένο | έχουν υπολογίσει έχουν υπολογισμένο | έχει υπολογιστεί είναι υπολογισμένος, -η, -ο | έχουν υπολογιστεί είναι υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα υπολογίσει είχα υπολογισμένο | είχαμε υπολογίσει είχαμε υπολογισμένο | είχα υπολογιστεί ήμουν υπολογισμένος, -η | είχαμε υπολογιστεί ήμαστε υπολογισμένοι, -ες | |
είχες υπολογίσει είχες υπολογισμένο | είχατε υπολογίσει είχατε υπολογισμένο | είχες υπολογιστεί ήσουν υπολογισμένος, -η | είχατε υπολογιστεί ήσαστε υπολογισμένοι, -ες | ||
είχε υπολογίσει είχε υπολογισμένο | είχαν υπολογίσει είχαν υπολογισμένο | είχε υπολογιστεί ήταν υπολογισμένος, -η, -ο | είχαν υπολογιστεί ήταν υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα υπολογίζω | θα υπολογίζουμε, | θα υπολογίζομαι | θα υπολογιζόμαστε | |
θα υπολογίζεις | θα υπολογίζετε | θα υπολογίζεσαι | θα υπολογίζεστε, | ||
θα υπολογίζει | θα υπολογίζουν(ε) | θα υπολογίζεται | θα υπολογίζονται | ||
Fut ur | θα υπολογίσω | θα υπολογίσουμε, | θα υπολογιστώ | θα υπολογιστούμε | |
θα υπολογίσεις | θα υπολογίσετε | θα υπολογιστείς | θα υπολογιστείτε | ||
θα υπολογίσει | θα υπολογίσουν(ε) | θα υπολογιστεί | θα υπολογιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υπολογίζω | να υπολογίζουμε, | να υπολογίζομαι | να υπολογιζόμαστε |
να υπολογίζεις | να υπολογίζετε | να υπολογίζεσαι | να υπολογίζεστε, | ||
να υπολογίζει | να υπολογίζουν(ε) | να υπολογίζεται | να υπολογίζονται | ||
Aorist | να υπολογίσω | να υπολογίσουμε, | να υπολογιστώ | να υπολογιστούμε | |
να υπολογίσεις | να υπολογίσετε | να υπολογιστείς | να υπολογιστείτε | ||
να υπολογίσει | να υπολογίσουν(ε) | να υπολογιστεί | να υπολογιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω υπολογίσει | να έχουμε υπολογίσει | να έχω υπολογιστεί | να έχουμε υπολογιστεί | |
να έχεις υπολογίσει | να έχετε υπολογίσει | να έχεις υπολογιστεί | να έχετε υπολογιστεί | ||
να έχει υπολογίσει | να έχουν υπολογίσει | να έχει υπολογιστεί | να έχουν υπολογιστεί | ||
Imper ativ | Pres | υπολόγιζε | υπολογίζετε | υπολογίζεστε | |
Aorist | υπολόγισε | υπολογίστε | υπολογίσου | υπολογιστείτε | |
Part izip | Pres | υπολογίζοντας | υπολογιζόμενος | ||
Perf | έχοντας υπολογίσει, έχοντας υπολογισμένο | υπολογισμένος, -η, -ο | υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | υπολογίσει | υπολογιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.