bestürzen
 Verb

σαστίζω Verb
(0)
ξαφνιάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich verstehe also nicht wirklich warum Sie denken es würde mich bestürzen, dass Sie sterben werden.Δεν μπορώ να σκεφτώ γιατί νομίζεις ότι ενδιαφέρομαι αν θα πεθάνεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie alle hatten das Privileg, sich verzaubern, verzücken... und vielleicht manchmal bestürzen zu lassen von den Performances dieser wahren Künstlerin unseres Ensembles.Όλοι θα έχουμε την τύχη και το προνόμιο... να μαγευτούμε, να μεταφερθούμε... από τις επιδόσεις των χορευτών μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie alle hatten das Privileg, sich verzaubern, verzücken... und vielleicht manchmal bestürzen zu lassen von den Performances dieser wahren Künstlerin unseres Ensembles.Όλοι θα έχουμε την τύχη και το προνόμιο να μαγευτούμε, να μεταφερθούμε... από τις επιδόσεις των χορευτών μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Und als ich dies dann publizierte, gab es einen derartigen Ausbruch, einen Aufruhr, nicht zuletzt unter meinen Teamkollegen, die Angst hatten: Angst, dass es die Menschen bestürzen würde, dass Jesus nicht der erste Prophet war, der gekreuzigt wurde.Και μετά, όταν το δημοσίευσα αυτό, υπήρξε τέτοιο ξέσπασμα και κατακραυγή, κυρίως μεταξύ των συναδέλφων μου, που φοβόντουσαν φόβος ότι θα αναστάτωνε τον κόσμο ότι ο Ιησούς δεν ήταν ο πρώτος προφήτης που σταυρώθηκε, ή κάτι τέτοιο...

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
bestürzen
konsternieren
Ähnliche Wörter
bestürzend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξαφνιάζωξαφνιάζουμε, ξαφνιάζομεξαφνιάζομαιξαφνιαζόμαστε
ξαφνιάζειςξαφνιάζετεξαφνιάζεσαιξαφνιάζεστε, ξαφνιαζόσαστε
ξαφνιάζειξαφνιάζουν(ε)ξαφνιάζεταιξαφνιάζονται
Imper
fekt
ξάφνιαζαξαφνιάζαμεξαφνιαζόμουν(α)ξαφνιαζόμαστε, ξαφνιαζόμασταν
ξάφνιαζεςξαφνιάζατεξαφνιαζόσουν(α)ξαφνιαζόσαστε, ξαφνιαζόσασταν
ξάφνιαζεξάφνιαζαν, ξαφνιάζαν(ε)ξαφνιαζόταν(ε)ξαφνιάζονταν, ξαφνιαζόντανε, ξαφνιαζόντουσαν
Aoristξάφνιασαξαφνιάσαμεξαφνιάστηκαξαφνιαστήκαμε
ξάφνιασεςξαφνιάσατεξαφνιάστηκεςξαφνιαστήκατε
ξάφνιασεξάφνιασαν, ξαφνιάσαν(ε)ξαφνιάστηκεξαφνιάστηκαν, ξαφνιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξαφνιάσει
έχω ξαφνιασμένο
έχουμε ξαφνιάσει
έχουμε ξαφνιασμένο
έχω ξαφνιαστεί
είμαι ξαφνιασμένος, -η
έχουμε ξαφνιαστεί
είμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
έχεις ξαφνιάσει
έχεις ξαφνιασμένο
έχετε ξαφνιάσει
έχετε ξαφνιασμένο
έχεις ξαφνιαστεί
είσαι ξαφνιασμένος, -η
έχετε ξαφνιαστεί
είστε ξαφνιασμένοι, -ες
έχει ξαφνιάσει
έχει ξαφνιασμένο
έχουν ξαφνιάσει
έχουν ξαφνιασμένο
έχει ξαφνιαστεί
είναι ξαφνιασμένος, -η, -ο
έχουν ξαφνιαστεί
είναι ξαφνιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξαφνιάσει
είχα ξαφνιασμένο
είχαμε ξαφνιάσει
είχαμε ξαφνισμένο
είχα ξαφνιαστεί
ήμουν ξαφνιασμένος, -η
είχαμε ξαφνιαστεί
ήμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
είχες ξαφνιάσει
είχες ξαφνιασμένο
είχατε ξαφνιάσει
είχατε ξαφνιασμένο
είχες ξαφνιαστεί
ήσουν ξαφνιασμένος, -η
είχατε ξαφνιαστεί
ήσαστε ξαφνιασμένοι, -ες
είχε ξαφνιάσει
είχε ξαφνιασμένο
είχαν ξαφνιάσει
είχαν ξαφνιασμένο
είχε ξαφνιαστεί
ήταν ξαφνιασμένος, -η, -ο
είχαν ξαφνιαστεί
ήταν ξαφνιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξαφνιάζωθα ξαφνιάζουμε, θα ξαφνιάζομεθα ξαφνιάζομαιθα ξαφνιαζόμαστε
θα ξαφνιάζειςθα ξαφνιάζετεθα ξαφνιάζεσαιθα ξαφνιάζεστε, θα ξαφνιαζόσαστε
θα ξαφνιάζειθα ξαφνιάζουν(ε)θα ξαφνιάζεταιθα ξαφνιάζονται
Fut
ur
θα ξαφνιάσωθα ξαφνιάσουμε, θα ξαφνιάζομεθα ξαφνιαστώθα ξαφνιαστούμε
θα ξαφνιάσειςθα ξαφνιάσετεθα ξαφνιαστείςθα ξαφνιαστείτε
θα ξαφνιάσειθα ξαφνιάσουν(ε)θα ξαφνιαστείθα ξαφνιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξαφνιάσει
θα έχω ξαφνιασμένο
θα έχουμε ξαφνιάσει
θα έχουμε ξαφνιασμένο
θα έχω ξαφνιαστεί
θα είμαι ξαφνιασμένος, -η
θα έχουμε ξαφνιαστεί
θα είμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
θα έχεις ξαφνιάσει
θα έχεις ξαφνιασμένο
θα έχετε ξαφνιάσει
θα έχετε ξαφνιασμένο
θα έχεις ξαφνιαστεί
θα είσαι ξαφνιασμένος, -η
θα έχετε ξαφνιαστεί
θα είστε ξαφνιασμένοι, -ες
θα έχει ξαφνιάσει
θα έχει ξαφνιασμένο
θα έχουν ξαφνιάσει
θα έχουν ξαφνιασμένο
θα έχει ξαφνιαστεί
θα είναι ξαφνιασμένος, -η, -ο
θα έχουν ξαφνιαστεί
θα είναι ξαφνιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξαφνιάζωνα ξαφνιάζουμε, να ξαφνιάζομενα ξαφνιάζομαινα ξαφνιαζόμαστε
να ξαφνιάζειςνα ξαφνιάζετενα ξαφνιάζεσαινα ξαφνιάζεστε, να ξαφνιαζόσαστε
να ξαφνιάζεινα ξαφνιάζουν(ε)να ξαφνιάζεταινα ξαφνιάζονται
Aoristνα ξαφνιάσωνα ξαφνιάσουμε, να ξαφνιάσομενα ξαφνιαστώνα ξαφνιαστούμε
να ξαφνιάσειςνα ξαφνιάσετενα ξαφνιαστείςνα ξαφνιαστείτε
να ξαφνιάσεινα ξαφνιάσουν(ε)να ξαφνιαστείνα ξαφνιαστούν(ε)
Perfνα έχω ξαφνιάσει
να έχω ξαφνιασμένο
να έχουμε ξαφνιάσει
να έχουμε ξαφνιασμένο
να έχω ξαφνιαστεί
να είμαι ξαφνιασμένος, -η
να έχουμε ξαφνιαστεί
να είμαστε ξαφνιασμένοι, -ες
να έχεις ξαφνιάσει
να έχεις ξαφνιασμένο
να έχετε ξαφνιάσει
να έχετε ξαφνιασμένο
να έχεις ξαφνιαστεί
να είσαι ξαφνιασμένος, -η
να έχετε ξαφνιαστεί
να είστε ξαφνιασμένοι, -ες
να έχει ξαφνιάσει
να έχει ξαφνιασμένο
να έχουν ξαφνιάσει
να έχουν ξαφνιασμένο
να έχει ξαφνιαστεί
να είναι ξαφνιασμένος, -η, -ο
να έχουν ξαφνιαστεί
να είναι ξαφνιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξάφνιαζεξαφνιάζετεξαφνιάζεστε
Aoristξάφνιασεξαφνιάστεξαφνιάσουξαφνιαστείτε
Part
izip
Presξαφνιάζονταςξαφνιαζόμενος
Perfέχοντας ξαφνιάσει, έχοντας ξαφνιασμένοξαφνιασμένος, -η, -οξαφνιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristξαφνιάσειξαφνιαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback