bestätigen
 Verb

επιβεβαιώνω Verb
(42)
βεβαιώνω Verb
(4)
διαβεβαιώνω Verb
(3)
επικυρώνω Verb
(0)
βεβαιώ Verb
(0)
κυρώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ob eine Differenzierung der Modulationssätze hier das geeignete Instrument sein kann, möchte ich weder ausschließen noch bestätigen .Δεν αποκλείω ούτε επιβεβαιώνω ότι η διαφοροποίηση των ποσοστών διακύμανσης αποτελεί τον κατάλληλο τρόπο για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Übersetzung bestätigt

Was den Sozialschutz betrifft, so kann ich bestätigen, daß wir Vorschläge zum Bereich der qualifizierten Mehrheit und zum Bereich der Einstimmigkeit ohne ideologische Hintergedanken gemacht haben.Όσον αφορά την κοινωνική προστασία, επιβεβαιώνω πως υποβάλαμε προτάσεις σχετικά με την ειδική πλειοψηφία και την ομοφωνία απαλλαγμένες από ιδεολογίες.

Übersetzung bestätigt

Ich freue mich, bestätigen zu können, daß man sich in meinem Land dafür einsetzt, daß die praktischen Details, logistische Aspekte und die Nutzung der Informationen so entwickelt werden, daß sie der Ressource des Zweigs zugute kommen und den Verantwortlichen eine Entscheidungshilfe bieten. Unsere Fraktion kann diesen Berichten daher ohne weiteres zustimmen.Με ικανοποίηση επιβεβαιώνω ότι στη χώρα μου οι αρχές εργάζονται για να εξασφαλίσουν ότι τα λεπτομερή πρακτικά θέματα, ο σχεδιασμός, η οργάνωση και η χρήση των πληροφοριών αναπτύσσονται προς το καλύτερο δυνατό συμφέρον των πόρων της βιομηχανίας αυτής και εκείνων που αποφασίζουν και η Ομάδα μας υποστηρίζει ανεπιφύλακτα τις εν λόγω εκθέσεις.

Übersetzung bestätigt

Herr Lannoye, ich kann Ihnen bestätigen, dass die Konferenz der Präsidenten beschlossen hat, zu Fragen in diesem Zusammenhang einen gesonderten Ausschuss einzusetzen.Κύριε Lannoye, σας επιβεβαιώνω ότι η διάσκεψη των Προέδρων αποφάσισε πράγματι τη σύσταση μίας ειδικής επιτροπής για το σύνολο των θεμάτων αυτών.

Übersetzung bestätigt

Ich war Zeuge einer Reise, die Herr Cornillet genau ein Jahr nach dem Zwischenfall von El Ejido durch Spanien unternommen hat, um sich mit der Lage der Einwanderer zu befassen, und ich kann nur bestätigen, dass ihm diese Fragen sehr am Herzen liegen.Και οι δύο ήταν πολύ καλά κατηρτισμένες. Υπήρξα μάρτυρας μιας περιοδείας του κ. Cornillet στην Ισπανία για την εξέταση της κατάστασης των μεταναστών, ακριβώς τη χρονιά που σημειώθηκαν τα γεγονότα του El Ejido, και επιβεβαιώνω αυτή την ανησυχία.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βεβαιώνωβεβαιώνουμε, βεβαιώνομεβεβαιώνομαιβεβαιωνόμαστε
βεβαιώνειςβεβαιώνετεβεβαιώνεσαιβεβαιώνεστε, βεβαιωνόσαστε
βεβαιώνειβεβαιώνουν(ε)βεβαιώνεταιβεβαιώνονται
Imper
fekt
βεβαίωναβεβαιώναμεβεβαιωνόμουν(α)βεβαιωνόμαστε, βεβαιωνόμασταν
βεβαίωνεςβεβαιώνατεβεβαιωνόσουν(α)βεβαιωνόσαστε, βεβαιωνόσασταν
βεβαίωνεβεβαίωναν, βεβαιώναν(ε)βεβαιωνόταν(ε)βεβαιώνονταν, βεβαιωνόντανε, βεβαιωνόντουσαν
Aoristβεβαίωσαβεβαιώσαμεβεβαιώθηκαβεβαιωθήκαμε
βεβαίωσεςβεβαιώσατεβεβαιώθηκεςβεβαιωθήκατε
βεβαίωσεβεβαίωσαν, βεβαιώσαν(ε)βεβαιώθηκεβεβαιώθηκαν, βεβαιωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βεβαιώσει
έχω βεβαιωμένο
έχουμε βεβαιώσει
έχουμε βεβαιωμένο
έχω βεβαιωθεί
είμαι βεβαιωμένος, -η
έχουμε βεβαιωθεί
είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
έχεις βεβαιώσει
έχεις βεβαιωμένο
έχετε βεβαιώσει
έχετε βεβαιωμένο
έχεις βεβαιωθεί
είσαι βεβαιωμένος, -η
έχετε βεβαιωθεί
είστε βεβαιωμένοι, -ες
έχει βεβαιώσει
έχει βεβαιωμένο
έχουν βεβαιώσει
έχουν βεβαιωμένο
έχει βεβαιωθεί
είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
έχουν βεβαιωθεί
είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βεβαιώσει
είχα βεβαιωμένο
είχαμε βεβαιώσει
είχαμε βεβαιωμένο
είχα βεβαιωθεί
ήμουν βεβαιωμένος, -η
είχαμε βεβαιωθεί
ήμαστε βεβαιωμένοι, -ες
είχες βεβαιώσει
είχες βεβαιωμένο
είχατε βεβαιώσει
είχατε βεβαιωμένο
είχες βεβαιωθεί
ήσουν βεβαιωμένος, -η
είχατε βεβαιωθεί
ήσαστε βεβαιωμένοι, -ες
είχε βεβαιώσει
είχε βεβαιωμένο
είχαν βεβαιώσει
είχαν βεβαιωμένο
είχε βεβαιωθεί
ήταν βεβαιωμένος, -η, -ο
είχαν βεβαιωθεί
ήταν βεβαιωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βεβαιώνωθα βεβαιώνουμε, θα βεβαιώνομεθα βεβαιώνομαιθα βεβαιωνόμαστε
θα βεβαιώνειςθα βεβαιώνετεθα βεβαιώνεσαιθα βεβαιώνεστε, θα βεβαιωνόσαστε
θα βεβαιώνειθα βεβαιώνουν(ε)θα βεβαιώνεταιθα βεβαιώνονται
Fut
ur
θα βεβαιώσωθα βεβαιώσουμε, θα βεβαιώσομεθα βεβαιωθώθα βεβαιωθούμε
θα βεβαιώσειςθα βεβαιώσετεθα βεβαιωθείςθα βεβαιωθείτε
θα βεβαιώσειθα βεβαιώσουνθα βεβαιωθείθα βεβαιωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βεβαιώσει
θα έχω βεβαιωμένο
θα έχουμε βεβαιώσει
θα έχουμε βεβαιωμένο
θα έχω βεβαιωθεί
θα είμαι βεβαιωμένος, -η
θα έχουμε βεβαιωθεί
θα είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
θα έχεις βεβαιώσει
θα έχεις βεβαιωμένο
θα έχετε βεβαιώσει
θα έχετε βεβαιωμένο
θα έχεις βεβαιωθεί
θα είσαι βεβαιωμένος, -η
θα έχετε βεβαιωθεί
θα είστε βεβαιωμένοι, -ες
θα έχει βεβαιώσει
θα έχει βεβαιωμένο
θα έχουν βεβαιώσει
θα έχουν βεβαιωμένο
θα έχει βεβαιωθεί
θα είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
θα έχουν βεβαιωθεί
θα είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βεβαιώνωνα βεβαιώνουμε, να βεβαιώνομενα βεβαιώνομαινα βεβαιωνόμαστε
να βεβαιώνειςνα βεβαιώνετενα βεβαιώνεσαινα βεβαιώνεστε, να βεβαιωνόσαστε
να βεβαιώνεινα βεβαιώνουν(ε)να βεβαιώνεταινα βεβαιώνονται
Aoristνα βεβαιώσωνα βεβαιώσουμε, να βεβαιώσομενα βεβαιωθώνα βεβαιωθούμε
να βεβαιώσειςνα βεβαιώσετενα βεβαιωθείςνα βεβαιωθείτε
να βεβαιώσεινα βεβαιώσουν(ε)να βεβαιωθείνα βεβαιωθούν(ε)
Perfνα έχω βεβαιώσει
να έχω βεβαιωμένο
να έχουμε βεβαιώσει
να έχουμε βεβαιωμένο
να έχω βεβαιωθεί
να είμαι βεβαιωμένος, -η
να έχουμε βεβαιωθεί
να είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
να έχεις βεβαιώσει
να έχεις βεβαιωμένο
να έχετε βεβαιώσει
να έχετε βεβαιωμένο
να έχεις βεβαιωθεί
να είσαι βεβαιωμένος, -η
να έχετε βεβαιωθεί
να είστε βεβαιωμένοι, -ες
να έχει βεβαιώσει
να έχει βεβαιωμένο
να έχουν βεβαιώσει
να έχουν βεβαιωμένο
να έχει βεβαιωθεί
να είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
να έχουν βεβαιωθεί
να είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβεβαίωνεβεβαιώνετεβεβαιώνεστε
Aoristβεβαίωσεβεβαιώστε, βεβαιώσετεβεβαιώσουβεβαιωθείτε
Part
izip
Presβεβαιώνοντας
Perfέχοντας βεβαιώσει, έχοντας βεβαιωμένοβεβαιωμένος, -η, -οβεβαιωμένοι, -ες, -α
InfinAoristβεβαιώσειβεβαιωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback