befürchten
 Verb

φοβάμαι Verb
(26)
DeutschGriechisch
Es ist zu befürchten, daß die dortigen Christen wieder einmal Blutzoll entrichten und als Sündenbock in Krisen herhalten müssen, die nicht unmittelbar mit ihnen zusammenhängen.Πολύ φοβάμαι ότι για μια ακόμη φορά οι χριστιανοί, πληρώνοντας με το αίμα τους, παίζουν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου σε κρίσιμες καταστάσεις που υπερβαίνουν τις δυνατότητές τους.

Übersetzung bestätigt

Herr Präsident, die übermäßige Ölpreiserhöhung hat ihre Gründe, aber es steht zu befürchten, dass Europa sie unberücksichtigt lässt, da es selbst ein bedeutendes Maß Verantwortung dafür trägt.Κύριε Πρόεδρε, η τεράστια αύξηση της τιμής του πετρελαίου οφείλεται σε κάποια αίτια, τα οποία όμως φοβάμαι ότι η Ευρώπη δεν λαμβάνει υπόψη της, δεδομένου ότι φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για αυτά.

Übersetzung bestätigt

Die Dutzende von Toten der letzten Tage lassen das Schlimmste befürchten.Οι δεκάδες θάνατοι των τελευταίων ημερών με κάνουν να φοβάμαι το χειρότερο.

Übersetzung bestätigt

Wenn die öffentlich-rechtlichen Rundfunkanstalten im Hinblick auf die technische Qualität mit den kommerziellen Sendern nicht Schritt halten können, ist zu befürchten, dass sie die Zuschauer verlieren, die sie bisher hatten, und dass ihre Kulturprogramme, ihre Sendungen zum öffentlichen Leben und sonstige Qualitätsprogramme die jüngeren Generationen nicht erreichen. In der endgültigen Fassung sind die Bestimmungen zur Werbung völlig aufgeweicht.Εάν οι δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες δεν μπορέσουν να συμβαδίσουν με τα εμπορικά κανάλια όσον αφορά την τεχνολογική ποιότητα, τότε πολύ φοβάμαι ότι θα χάσουν τους θεατές που είχαν έως τώρα, και τα προγράμματα σχετικά με τον πολιτισμό και τη δημόσια ζωή, καθώς και άλλα ποιοτικά προγράμματα, δεν θα προσεγγίσουν τις νεότερες γενιές. " τελική απόδοση αμβλύνει υπερβολικά τους κανόνες σχετικά με τις διαφημίσεις.

Übersetzung bestätigt

Wenn ich mich in dem voll besetzten Saal hier umsehe, muss ich befürchten, dass sehr viele Abgeordnete meine Unterqualifizierung teilen, wenn ich mir so das Niveau ansehe, mit dem diese Aussprache so geführt wird.Όταν κοιτάζω γύρω τη γεμάτη αίθουσα, φοβάμαι ότι πάρα πολλοί από τους βουλευτές στερούνται εξίσου προσόντων, και κοιτάζοντας το επίπεδο της συζήτησης φαίνεται ότι καταλήγουμε εκεί.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φοβάμαι, φοβούμαιφοβόμαστε, φοβούμαστε
φοβάσαιφοβάστε, φοβόσαστε
φοβάταιφοβούνται, φοβόνται
Imper
fekt
φοβόμουν(α)φοβόμαστε, φοβούμαστε, φοβόμασταν
φοβόσουν(α)φοβόσαστε, φοβόσασταν
φοβόταν(ε)φοβόνταν(ε), φοβούνταν, φοβόντουσαν
Aoristφοβήθηκαφοβηθήκαμε
φοβήθηκεςφοβηθήκατε
φοβήθηκεφοβήθηκαν, φοβηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φοβηθεί
είμαι φοβισμένος, -η
έχουμε φοβηθεί
είμαστε φοβισμένοι, -ες
έχεις φοβηθεί
είσαι φοβισμένος, -η
έχετε φοβηθεί
είστε φοβισμένοι, -ες
έχει φοβηθεί
είναι φοβισμένος, -η, -ο
έχουν φοβηθεί
είναι φοβισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φοβηθεί
ήμουν φοβισμένος, -η
είχαμε φοβηθεί
ήμαστε φοβισμένοι, -ες
είχες φοβηθεί
ήσουν φοβισμένος, -η
είχατε φοβηθεί
ήσαστε φοβισμένοι, -ες
είχε φοβηθεί
ήταν φοβισμένος, -η, -ο
είχατε φοβηθεί
ήταν φοβισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φοβάμαι, θα φοβούμαιθα φοβόμαστε, θα φοβούμαστε
θα φοβάσαιθα φοβάστε, θα φοβόσαστε
θα φοβάταιθα φοβούνται, θα φοβόνται
Fut
ur
θα φοβηθώθα φοβηθούμε
θα φοβηθείςθα φοβηθείτε
θα φοβηθείθα φοβηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φοβηθεί
θα είμαι φοβισμένος, -η
θα έχουμε φοβηθεί
θα είμαστε φοβισμένοι, -ες
θα έχεις φοβηθεί
θα είσαι φοβισμένος, -η
θα έχετε φαντάστει
θα είστε φοβισμένοι, -ες
θα έχει φοβηθεί
θα είναι φοβισμένος, -η, -ο
θα έχουν φοβηθεί
θα είναι φοβισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φοβάμαι, να φοβούμαινα φοβόμαστε, να φοβούμαστε
να φοβάσαινα φοβάστε, να φοβόσαστε
να φοβάταινα φοβούνται, να φοβόνται
Aoristνα φοβηθώνα φοβηθούμε
να φοβηθείςνα φοβηθείτε
να φοβηθείνα φοβηθούν(ε)
Perfνα έχω φοβηθεί
να είμαι φοβισμένος, -η
να έχουμε φοβηθεί
να είμαστε φοβισμένοι, -ες
να έχεις φοβηθεί
να είσαι φοβισμένος, -η
να έχετε φοβηθεί
να είστε φοβισμένοι, -ες
να έχει φοβηθεί
να είναι φοβισμένος, -η, -ο
να έχουν φοβηθεί
να είναι φοβισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφοβάστε
Aoristφοβήσουφοβηθείτε
Part
izip
Presφοβούμενος
Perfφοβισμένος, -η, -οφοβισμένοι, -ες, -α
InfinAoristφοβηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback