befördern
 Verb

προάγω Verb
(15)
μεταφέρω Verb
(2)
μετακομίζω Verb
(0)
μεταβιβάζω Verb
(0)
προβιβάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Vielleicht lasse ich Sie befördern.Ίσως σε προάγω, λόγω της δράσης σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Chin Bo, ich hätte dich damals zum General befördern können. Aber der Schritt vom einfachen Soldaten zum General wäre zu groß für dich gewesen.Τελευταία φορά έπρεπε να σε προάγω σε στρατηγό, Tian Bao, γιατί ήσουν απλά ένας στρατιώτης.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werd Sie vielleicht vom Moraloffizier zum Botschafter befördern müssen.Ίσως πρέπει να σας προάγω από αξιωματικό ηθικού σε πρέσβη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich habe schon überlegt, wen ich befördern soll.Σκαφτόμουν ποιον να προάγω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich habe mich entschlossen, Sie zum Inspektor zu befördern... dem höchsten Offiziersgrad der Republik.Αποφάσισα να σε προάγω σε επιθεωρητή το ύψιστο αξίωμα κάθε αξιωματικού της Δημοκρατίας.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
befördern
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταφέρωμεταφέρουμε, μεταφέρομεμεταφέρομαιμεταφερόμαστε
μεταφέρειςμεταφέρετεμεταφέρεσαιμεταφέρεστε, μεταφερόσαστε
μεταφέρειμεταφέρουν(ε)μεταφέρεταιμεταφέρονται
Imper
fekt
μετέφερα, μετάφεραμεταφέραμεμεταφερόμουν(α)μεταφερόμαστε, μεταφερόμασταν
μετέφερες, μετάφερεςμεταφέρατεμεταφερόσουν(α)μεταφερόσαστε, μεταφερόσασταν
μετέφερε, μετάφερεμετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε)μεταφερόταν(ε)μεταφέρονταν, μεταφερόντανε, μεταφερόντουσαν
Aoristμετέφερα, μετάφεραμεταφέραμεμεταφέρθηκαμεταφερθήκαμε
μετέφερες, μετάφερεςμεταφέρατεμεταφέρθηκεςμεταφερθήκατε
μετέφερε, μετάφερεμετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε)μεταφέρθηκεμεταφέρθηκαν, μεταφερθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταφέρειέχουμε μεταφέρειέχω μεταφερθείέχουμε μεταφερθεί
έχεις μεταφέρειέχετε μεταφέρειέχεις μεταφερθείέχετε μεταφερθεί
έχει μεταφέρειέχουν μεταφέρειέχει μεταφερθείέχουν μεταφερθεί
Plu
per
fekt
είχα μεταφέρειείχαμε μεταφέρειείχα μεταφερθείείχαμε μεταφερθεί
είχες μεταφέρειείχατε μεταφέρειείχες μεταφερθείείχατε μεταφερθεί
είχε μεταφέρειείχαν μεταφέρειείχε μεταφερθείείχαν μεταφερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταφέρωθα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομεθα μεταφέρομαιθα μεταφερόμαστε
θα μεταφέρειςθα μεταφέρετεθα μεταφέρεσαιθα μεταφέρεστε, θα μεταφερόσαστε
θα μεταφέρειθα μεταφέρουν(ε)θα μεταφέρεταιθα μεταφέρονται
Fut
ur
θα μεταφέρωθα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομεθα μεταφερθώθα μεταφερθούμε
θα μεταφέρειςθα μεταφέρετεθα μεταφερθείςθα μεταφερθείτε
θα μεταφέρειθα μεταφέρουν(ε)θα μεταφερθείθα μεταφερθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταφέρειθα έχουμε μεταφέρειθα έχω μεταφερθείθα έχουμε μεταφερθεί
θα έχεις μεταφέρειθα έχετε μεταφέρειθα έχεις μεταφερθείθα έχετε μεταφερθεί
θα έχει μεταφέρειθα έχουν μεταφέρειθα έχει μεταφερθείθα έχουν μεταφερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταφέρωνα μεταφέρουμε, να μεταφέρομενα μεταφέρομαινα μεταφερόμαστε
να μεταφέρειςνα μεταφέρετενα μεταφέρεσαινα μεταφέρεστε, να μεταφερόσαστε
να μεταφέρεινα μεταφέρουν(ε)να μεταφέρεταινα μεταφέρονται
Aoristνα μεταφέρωνα μεταφέρουμε, να μεταφέρομενα μεταφερθώνα μεταφερθούμε
να μεταφέρειςνα μεταφέρετενα μεταφερθείςνα μεταφερθείτε
να μεταφέρεινα μεταφέρουν(ε)να μεταφερθείνα μεταφερθούν(ε)
Perfνα έχω μεταφέρεινα έχουμε μεταφέρεινα έχω μεταφερθείνα έχουμε μεταφερθεί
να έχεις μεταφέρεινα έχετε μεταφέρεινα έχεις μεταφερθείνα έχετε μεταφερθεί
να έχει μεταφέρεινα έχουν μεταφέρεινα έχει μεταφερθείνα έχουν μεταφερθεί
Imper
ativ
Presμεταφέρεμεταφέρετεμεταφέρεστε
Aoristμεταφέρεμεταφέρετε, μεταφέρτεμεταφέρουμεταφερθείτε
Part
izip
Presμεταφέρονταςμεταφερόμενος
Perfέχοντας μεταφέρειμεταφερμένος, -η, -ομεταφερμένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταφέρειμεταφερθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μετακομίζωμετακομίζουμε, μετακομίζομε
μετακομίζειςμετακομίζετε
μετακομίζειμετακομίζουν(ε)
Imper
fekt
μετακόμιζαμετακομίζαμε
μετακόμιζεςμετακομίζατε
μετακόμιζεμετακόμιζαν, μετακομίζαν(ε)
Aoristμετακόμισαμετακομίσαμε
μετακόμισεςμετακομίσατε
μετακόμισεμετακόμισαν, μετακομίσαν(ε)
Per
fekt
έχω μετακομίσειέχουμε μετακομίσει
έχεις μετακομίσειέχετε μετακομίσει
έχει μετακομίσειέχουν μετακομίσει
Plu
per
fekt
είχα μετακομίσειείχαμε μετακομίσει
είχες μετακομίσειείχατε μετακομίσει
είχε μετακομίσειείχαν μετακομίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μετακομίζωθα μετακομίζουμε, θα μετακομίζομε
θα μετακομίζειςθα μετακομίζετε
θα μετακομίζειθα μετακομίζουν(ε)
Fut
ur
θα μετακομίσωθα μετακομίσουμε, θα μετακομίζομε
θα μετακομίσειςθα μετακομίσετε
θα μετακομίσειθα μετακομίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μετακομίσειθα έχουμε μετακομίσει
θα έχεις μετακομίσειθα έχετε μετακομίσει
θα έχει μετακομίσειθα έχουν μετακομίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μετακομίζωνα μετακομίζουμε, να μετακομίζομε
να μετακομίζειςνα μετακομίζετε
να μετακομίζεινα μετακομίζουν(ε)
Aoristνα μετακομίσωνα μετακομίσουμε, να μετακομίσομε
να μετακομίσειςνα μετακομίσετε
να μετακομίσεινα μετακομίσουν(ε)
Perfνα έχω μετακομίσεινα έχουμε μετακομίσει
να έχεις μετακομίσεινα έχετε μετακομίσει
να έχει μετακομίσεινα έχουν μετακομίσει
Imper
ativ
Presμετακόμιζεμετακομίζετε
Aoristμετακόμισεμετακομίσετε
Part
izip
Presμετακομίζοντας
Perfέχοντας μετακομίσει
InfinAoristμετακομίσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback