λυπάμαι (34) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Auch ich könnte das bedauern, aber es wäre irreführend, die Änderungen am Entwurf als "Einschnitte" zu bezeichnen, wo der Haushalt, den wir beschlossen haben, doch in Wirklichkeit erheblich mehr Geld für wachstumsfördernde Investitionen vorsieht als der geltende Haushalt. | Και εγώ λυπάμαι για αυτό το γεγονός, αλλά είναι παραπλανητικό να παρουσιάζονται ως «περικοπές» οι προσαρμογές στο σχέδιο προϋπολογισμού, όταν στην πραγματικότητα ο προϋπολογισμός τον οποίο συμφωνήσαμε προβλέπει πολύ περισσότερα χρήματα για επενδύσεις στην ανάπτυξη απ’ ό,τι ο τρέχων προϋπολογισμός. Übersetzung bestätigt |
Frau Präsidentin, meine sehr verehrten Damen und Herren! Die heutige Entscheidung gegen eine gemeinsame EU-Übernahmerichtlinie ist zu bedauern. | Κυρία Πρόεδρε, αξιότιμες κυρίες και κύριοι, λυπάμαι για τη σημερινή απόφαση κατά της κοινής οδηγίας της ΕΕ σχετικά με τις εξαγορές. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte diesen Zustand öffentlich bedauern und missbilligen und Ihnen, ebenso wie weitere Kollegen anderer politischer Überzeugungen, trotz der Meinungsverschiedenheiten zwischen uns gratulieren. Ich möchte Ihnen sagen, wie sehr ich dieses Verhalten von Mitgliedern der Spanischen Volkspartei beklage, die sitzen geblieben sind, während sich das übrige Haus erhoben und Ihnen Beifall gespendet hat. | Θέλω να εκφράσω δημοσίως τη λύπη μου και να καταγγείλω αυτή την κατάσταση και, όπως και άλλοι συνάδελφοι άλλων πολιτικών πεποιθήσεων, να σας συγχαρώ, παρά τον βαθμό διαφωνίας μεταξύ μας, και να πω πόσο λυπάμαι γι' αυτή τη συμπεριφορά από την πλευρά των βουλευτών του ισπανικού Λαϊκού Κόμματος, οι οποίοι παρέμειναν καθιστοί ενώ το υπόλοιπο Σώμα σηκώθηκε όρθιο για να σας χειροκροτήσει. Übersetzung bestätigt |
Was schließlich die Instrumente für das Krisenmanagement betrifft, so kann ich es, wenn das Parlament die Situation hinsichtlich des ursprünglichen Vorschlags der Kommission verbessert, nur bedauern, dass die Destillierung als Mittel zur Bewältigung von Krisen, die wenn sie zur Pflicht gemacht würde, nicht mehr zu den Exzessen führen würde, die wir jetzt erleben nicht mehr zur Palette der möglichen Instrumente für das Management von Konjunkturkrisen gehört. | Όσον αφορά τα μέσα διαχείρισης κρίσεων, αν το ΕΚ βελτιώσει την κατάσταση σε σχέση με την αρχική πρόταση της Επιτροπής, μπορώ μόνο να λυπάμαι που η απόσταξη κρίσης -η οποία, αν είναι υποχρεωτική, δεν θα δημιουργήσει τις υπερβολές που παρατηρούμε τώραδεν αποτελεί πλέον επιλεγόμενη δυνατότητα μεταξύ των πιθανών μέσων για την αντιμετώπιση περιστασιακών κρίσεων. Übersetzung bestätigt |
Trotz der Bemühungen von Herrn Skinner bedauern wir allerdings und in diesem Punkt stimmen wir mit unserer Kritik völlig mit Herrn Mitchell überein -, dass die Regierungen nicht begriffen haben, um was es geht. | Παρόλα αυτά, παρά τις προσπάθειες του κυρίου Skinner και, στο συγκεκριμένο ζήτημα, η κριτική μας είναι ακριβώς η ίδια με του κυρίου Mitchell λυπάμαι που οι κυβερνήσεις δεν έχουν κατανοήσει το θέμα. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
bedauern |
bemitleiden |
Ähnliche Wörter |
---|
bedauernswert |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bedauere bedaure | ||
du | bedauerst | |||
er, sie, es | bedauert | |||
Präteritum | ich | bedauerte | ||
Konjunktiv II | ich | bedauerte | ||
Imperativ | Singular | bedauere! bedaure! | ||
Plural | bedauert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
bedauert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bedauern |
ΛΥΠΑΜΑΙ I am sorry | Aktiv | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | λυπώ | λυπούμε | λυπάμαι, λυπούμαι | λυπόμαστε, λυπούμαστε |
λυπείς | λυπείτε | λυπάσαι | λυπάστε, λυπόσαστε | ||
λυπεί | λυπούν(ε) | λυπάται | λυπούνται, λυπόνται | ||
Imper fekt | λυπούσα | λυπούσαμε | λυπόμουν(ε) | λυπόμαστε, λυπούμαστε, λυπόμασταν | |
λυπούσες | λυπούσατε | λυπόσουν(α) | λυπόσαστε, λυπόσασταν | ||
λυπούσε | λυπούσαν(ε) | λυπόταν(ε) | λυπόνταν(ε), λυπούνταν, λυπόντουσαν | ||
Aorist | λύπησα | λυπήσαμε | λυπήθηκα | λυπηθήκαμε | |
λύπησες | λυπήσατε | λυπήθηκες | λυπηθήκατε | ||
λύπησε | λύπησαν, λυπήσαν(ε) | λυπήθηκε | λυπήθηκαν, λυπηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω λυπήσει έχω λυπημένο | έχουμε λυπήσει έχουμε λυπημένο | έχω λυπηθεί είμαι λυπημένος, -η | έχουμε λυπηθεί είμαστε λυπημένοι, -ες | |
έχεις λυπήσει έχεις λυπημένο | έχετε λυπήσει έχετε λυπημένο | έχεις λυπηθεί είσαι λυπημένος, -η | έχετε λυπηθεί είστε λυπημένοι, -ες | ||
έχει λυπήσει έχει λυπημένο | έχουν λυπήσει έχουν λυπημένο | έχει λυπηθεί είναι λυπημένος, -η, -ο | έχουν λυπηθεί είναι λυπημένοι, -ές, -α | ||
Plu perf ekt | είχα λυπήσει είχα λυπημένο | είχαμε λυπήσει είχαμε λυπημένο | είχα λυπηθεί ήμουν λυπημένος, -η | είχαμε λυπηθεί ήμαστε λυπημένοι, -ες | |
είχες λυπήσει είχες λυπημένο | είχατε λυπήσει είχατε λυπημένο | είχες λυπηθεί ήσουν λυπημένος, -η | είχατε λυπηθεί ήσαστε λυπημένοι, -ες | ||
είχε λυπήσει είχε λυπημένο | είχαν λυπήσει είχαν λυπημένο | είχε λυπηθεί ήταν λυπημένος, -η, -ο | είχαν λυπηθεί ήταν λυπημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα λυπώ | θα λυπούμε | θα λυπάμαι, θα λυπούμαι | θα λυπόμαστε, θα λυπούμαστε | |
θα λυπείς | θα λυπείτε | θα λυπάσαι | θα λυπάστε, θα λυπόσαστε | ||
θα λυπεί | θα λυπούν(ε) | θα λυπάται | θα λυπούνται, θα λυπόνται | ||
Fut ur | θα λυπήσω | θα λυπήσουμε | θα λυπηθώ | θα λυπηθούμε | |
θα λυπήσεις | θα λυπήσετε | θα λυπηθείς | θα λυπηθείτε | ||
θα λυπήσει | θα λυπήσουν(ε) | θα λυπηθεί | θα λυπηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω λυπήσει θα έχω λυπημένο | θα έχουμε λυπήσει θα έχουμε λυπημένο | θα έχω λυπηθεί θα είμαι λυπημένος, -η | θα έχουμε λυπηθεί θα είμαστε λυπημένοι, -ες | |
θα έχεις λυπήσει θα έχεις λυπημένο | θα έχετε λυπήσει θα έχετε λυπημένο | θα έχεις λυπηθεί θα είσαι λυπημένος, -η | θα έχετε λυπηθεί θα είστε λυπημένοι, -η | ||
θα έχει λυπήσει θα έχει λυπημένο | θα έχουν λυπήσει θα έχουν λυπημένο | θα έχει λυπηθεί θα είναι λυπημένος, -η, -ο | θα έχουν λυπηθεί θα είναι λυπημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να λυπώ | να λυπούμε | να λυπάμαι, να λυπούμαι | να λυπόμαστε, να λυπούμαστε |
να λυπείς | να λυπείτε | να λυπάσαι | να λυπάστε, να λυπόσαστε | ||
να λυπεί | να λυπούν(ε) | να λυπάται | να λυπούνται, να λυπόνται | ||
Aorist | να λυπήσω | να λυπήσουμε, να λυπήσομε | να λυπηθώ | να λυπηθούμε | |
να λυπήσεις | να λυπήσετε | να λυπηθείς | να λυπηθείτε | ||
να λυπήσει | να λυπήσουν(ε) | να λυπηθεί | να λυπηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω λυπήσει να έχω λυπημένο | να έχουμε λυπήσει να έχουμε λυπημένο | να έχω λυπηθεί να είμαι λυπημένος, -η | να έχουμε λυπηθεί να είμαστε λυπημένοι, -ες | |
να έχεις λυπήσει να έχεις λυπημένο | να έχετε λυπήσει να έχετε λυπημένο | να έχεις λυπηθεί να είσαι λυπημένος, -η | να έχετε λυπηθεί να είστε λυπημένοι, -ες | ||
να έχει λυπήσει να έχει λυπημένο | να έχουν λυπήσει να έχουν λυπημένο | να έχει λυπηθεί να είναι λυπημένος, -η, -ο | να έχουν λυπηθεί να είναι λυπημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | λυπείτε | λυπάστε | ||
Aorist | λύπησε | λυπήστε, λυπήσετε | λυπήσου | λυπηθείτε | |
Part izip | Pres | λυπώντας | |||
Perf | έχοντας λυπήσει, έχοντας λυπημένο | λυπημένος, -η, -ο | λυπημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | λυπήσει | λυπηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.