auswaschen
 Verb

ξεπλένω Verb
(0)
κατατρώγω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Unter die Dusche, Hemd auswaschen, Kopfsprung ins Bett... und sonst gar nichts.Θα κάνω μπάνιο, θα βράσω ένα αυγό, θα πλύνω το πουκάμισο και θα πάω για ύπνο. ...και αυτό είναι όλο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich musste sie auswaschen.Μου είπε να πλύνω τις μανσέτες.

Übersetzung nicht bestätigt

So was! Wir sollten dir den Mund mit Seife auswaschen, junge Dame.Γαμώτο Θα πρέπει να πλύνουμε το στόμα σου με σαπούνι, κυρά μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Tinte lässt sich leicht auswaschen, hinterlässt einen blassrosa Fleck.Το μελάνι φεύγει εύκολα, αλλά αφήνει έναν ροζ λεκέ.

Übersetzung nicht bestätigt

Das werde ich eben auswaschen. IRRER VERSTÜMMELT KRANKENSCHWESTERΠρέπει να προσέχεις περισσότερο.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
erodieren
auswaschen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξεπλένωξεπλένουμε, ξεπλένομεξεπλένομαιξεπλενόμαστε
ξεπλένειςξεπλένετεξεπλένεσαιξεπλένεστε, ξεπλενόσαστε
ξεπλένειξεπλένουν(ε)ξεπλένεταιξεπλένονται
Imper
fekt
ξέπλεναξεπλέναμεξεπλενόμουν(α)ξεπλενόμαστε, ξεπλενόμασταν
ξέπλενεςξεπλένατεξεπλενόσουν(α)ξεπλενόσαστε, ξεπλενόσασταν
ξέπλενεξέπλεναν, ξεπλέναν(ε)ξεπλενόταν(ε), ξεπλένοντανξεπλένονταν, ξεπλενόντανε, ξεπλενόντουσαν
Aoristξέπλυναξεπλύναμεξεπλύθηκαξεπλυθήκαμε
ξέπλυνεςξεπλύνατεξεπλύθηκεςξεπλυθήκατε
ξέπλυνεξέπλυναν, ξεπλύναν(ε)ξεπλύθηκεξεπλύθηκαν, ξεπλυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξεπλύνει
έχω ξεπλυμένο
έχουμε ξεπλύνει
έχουμε ξεπλυμένο
έχω ξεπλυθεί
είμαι ξεπλυμένος, -η
έχουμε ξεπλυθεί
είμαστε ξεπλυμένοι, -ες
έχεις ξεπλύνει
έχεις ξεπλυμένο
έχετε ξεπλύνει
έχετε ξεπλυμένο
έχεις ξεπλυθεί
είσαι ξεπλυμένος, -η
έχετε ξεπλυθεί
είστε ξεπλυμένοι, -ες
έχει ξεπλύνει
έχει ξεπλυμένο
έχουν ξεπλύνει
έχουν ξεπλυμένο
έχει ξεπλυθεί
είναι ξεπλυμένος, -η, -ο
έχουν ξεπλυθεί
είναι ξεπλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξεπλύνει
είχα ξεπλυμένο
είχαμε ξεπλύνει
είχαμε ξεπλυμένο
είχα ξεπλυθεί
ήμουν ξεπλυμένος, -η
είχαμε ξεπλυθεί
ήμαστε ξεπλυμένοι, -ες
είχες ξεπλύνει
είχες ξεπλυμένο
είχατε ξεπλύνει
είχατε ξεπλυμένο
είχες ξεπλυθεί
ήσουν ξεπλυμένος, -η
είχατε ξεπλυθεί
ήσαστε ξεπλυμένοι, -ες
είχε ξεπλύνει
είχε ξεπλυμένο
είχαν ξεπλύνει
είχαν ξεπλυμένο
είχε ξεπλυθεί
ήταν ξεπλυμένος, -η, -ο
είχαν ξεπλυθεί
ήταν ξεπλυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξεπλένωθα ξεπλένουμε, θα ξεπλένομεθα ξεπλένομαιθα ξεπλενόμαστε
θα ξεπλένειςθα ξεπλένετεθα ξεπλένεσαιθα ξεπλένεστε, θα ξεπλενόσαστε
θα ξεπλένειθα ξεπλένουν(ε)θα ξεπλένεταιθα ξεπλένονται
Fut
ur
θα ξεπλύνωθα ξεπλύνουμε, θα ξεπλύνομεθα ξεπλυθώθα ξεπλυθούμε
θα ξεπλύνειςθα ξεπλύνετεθα ξεπλυθείςθα ξεπλυθείτε
θα ξεπλύνειθα ξεπλύνουν(ε)θα ξεπλυθείθα ξεπλυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξεπλύνει
θα έχω ξεπλυμένο
θα έχουμε ξεπλύνει
θα έχουμε ξεπλυμένο
θα έχω ξεπλυθεί
θα είμαι ξεπλυμένος, -η
θα έχουμε ξεπλυθεί
θα είμαστε ξεπλυμένοι, -ες
θα έχεις ξεπλύνει
θα έχεις ξεπλυμένο
θα έχετε ξεπλύνει
θα έχετε ξεπλυμένο
θα έχεις ξεπλυθεί
θα είσαι ξεπλυμένος, -η
θα έχετε ξεπλυθεί
θα είστε ξεπλυμένοι, -ες
θα έχει ξεπλύνει
θα έχει ξεπλυμένο
θα έχουν ξεπλύνει
θα έχουν ξεπλυμένο
θα έχει ξεπλυθεί
θα είναι ξεπλυμένος, -η, -ο
θα έχουν ξεπλυθεί
θα είναι ξεπλυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξεπλένωνα ξεπλένουμε, να ξεπλένομενα ξεπλένομαινα ξεπλενόμαστε
να ξεπλένειςνα ξεπλένετενα ξεπλένεσαινα ξεπλένεστε, να ξεπλενόσαστε
να ξεπλένεινα ξεπλένουν(ε)να ξεπλένεταινα ξεπλένονται
Aoristνα ξεπλύνωνα ξεπλύνουμε, να ξεπλύνομενα ξεπλυθώνα ξεπλυθούμε
να ξεπλύνειςνα ξεπλύνετενα ξεπλυθείςνα ξεπλυθείτε
να ξεπλύνεινα ξεπλύνουν(ε)να ξεπλυθείνα ξεπλυθούν(ε)
Perfνα έχω ξεπλύνει
να έχω ξεπλυμένο
να έχουμε ξεπλύνει
να έχουμε ξεπλυμένο
να έχω ξεπλυθεί
να είμαι ξεπλυμένος, -η
να έχουμε ξεπλυθεί
να είμαστε ξεπλυμένοι, -ες
να έχεις ξεπλύνει
να έχεις ξεπλυμένο
να έχετε ξεπλύνει
να έχετε ξεπλυμένο
να έχεις ξεπλυθεί
να είσαι ξεπλυμένος, -η
να έχετε ξεπλυθεί
να είστε ξεπλυμένοι, -ες
να έχει ξεπλύνει
να έχει ξεπλυμένο
να έχουν ξεπλύνει
να έχουν ξεπλυμένο
να έχει ξεπλυθεί
να είναι ξεπλυμένος, -η, -ο
να έχουν ξεπλυθεί
να είναι ξεπλυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξεπλένεξεπλένετεξεπλένεστε
Aoristξέπλυνεξεπλύνετε, ξεπλύντεξεπλύσουξεπλυθείτε
Part
izip
Presξεπλένοντας
Perfέχοντας ξεπλύνει, έχοντας ξεπλυμένοξεπλυμένος, -η, -οξεπλυμένοι, -ες, -α
InfinAoristξεπλύνειξεπλυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback