austragen
 Verb

διεξάγω Verb
(0)
διανέμω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Nun, ich muss weiter, die Post austragen.Πρέπει να πηγαίνω, πρέπει να παραδώσω την αλληλογραφία.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss noch die Post austragen!Δεν έχω τελειώσει ακόμα το δρομολόγιο μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Mit einem Fahrrad könnte ich Zeitungen austragen.Με ένα ποδήλατο, θα μπορούσα να μοιράζω εφημερίδες.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie behaupteten beide, tief verletzt zu sein. Sie müssten das jetzt austragen. Wo sind sie?Και οι δυο δήλωσαν βαθιά θιγμένοι, οπότε θα πήγαιναν να παλέψουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ein Mann Streit sucht, muss er ihn selbst austragen.Aφoύ πήγε γυρεύovτας, ας τo αvτιμετωπίσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διανέμωδιανέμουμε, διανέμομεδιανέμομαιδιανεμόμαστε
διανέμειςδιανέμετεδιανέμεσαιδιανέμεστε, διανεμόσαστε
διανέμειδιανέμουν(ε)διανέμεταιδιανέμονται
Imper
fekt
διένεμαδιανέμαμεδιανεμόμουν(α)διανεμόμαστε
διένεμεςδιανέματεδιανεμόσουν(α)διανεμόσαστε
διένεμεδιένεμαν, διανέμαν(ε)διανεμόταν(ε)διανέμονταν
Aoristδιένειμαδιανείμαμεδιανεμήθηκαδιανεμηθήκαμε
διένειμεςδιανείματεδιανεμήθηκεςδιανεμηθήκατε
διένειμεδιένειμαν, διανείμαν(ε)διανεμήθηκεδιανεμήθηκαν, διανεμηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διανείμει
έχω διανεμημένο
έχουμε διανείμει
έχουμε διανεμημένο
έχω διανεμηθεί
είμαι διανεμημένος, -η
έχουμε διανεμηθεί
είμαστε διανεμημένοι, -ες
έχεις διανείμει
έχεις διανεμημένο
έχετε διανείμει
έχετε διανεμημένο
έχεις διανεμηθεί
είσαι διανεμημένος, -η
έχετε διανεμηθεί
είστε διανεμημένοι, -ες
έχει διανείμει
έχει διανεμημένο
έχουν διανείμει
έχουν διανεμημένο
έχει διανεμηθεί
είναι διανεμημένος, -η, -ο
έχουν διανεμηθεί
είναι διανεμημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διανείμει
είχα διανεμημένο
είχαμε διανείμει
είχαμε διανεμημένο
είχα διανεμηθεί
ήμουν διανεμημένος, -η
είχαμε διανεμηθεί
ήμαστε διανεμημένοι, -ες
είχες διανείμει
είχες διανεμημένο
είχατε διανείμει
είχατε διανεμημένο
είχες διανεμηθεί
ήσουν διανεμημένος, -η
είχατε διανεμηθεί
ήσαστε διανεμημένοι, -ες
είχε διανείμει
είχε διανεμημένο
είχαν διανείμει
είχαν διανεμημένο
είχε διανεμηθεί
ήταν διανεμημένος, -η, -ο
είχαν διανεμηθεί
ήταν διανεμημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διανέμωθα διανέμουμε, θα διανέμομεθα διανέμομαιθα διανεμόμαστε
θα διανέμειςθα διανέμετεθα διανέμεσαιθα διανέμεστε θα διανεμόσαστε
θα διανέμειθα διανέμουν(ε)θα διανέμεταιθα διανέμονται
Fut
ur
θα διανείμωθα διανείμουμε, θα διανείμομεθα διανεμηθώθα διανεμηθούμε
θα διανείμειςθα διανείμετεθα διανεμηθείςθα διανεμηθείτε
θα διανείμειθα διανείμουν(ε)θα διανεμηθείθα διανεμηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διανείμει
θα έχω διανεμημένο
θα έχουμε διανείμει
θα έχουμε διανεμημένο
θα έχω διανεμηθεί
θα είμαι διανεμημένος, -η
θα έχουμε διανεμηθεί
θα είμαστε διανεμημένοι, -ες
θα έχεις διανείμει
θα έχεις διανεμημένο
θα έχετε διανείμει
θα έχετε διανεμημένο
θα έχεις διανεμηθεί
θα είσαι διανεμημένος, -η
θα έχετε διανεμηθεί
θα είστε διανεμημένοι, -ες
θα έχει διανείμει
θα έχει διανεμημένο
θα έχουν διανείμει
θα έχουν διανεμημένο
θα έχει διανεμηθεί
θα είναι διανεμημένος, -η, -ο
θα έχουν διανεμηθεί
θα είναι διανεμημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διανέμωνα διανέμουμε, να διανέμομενα διανέμομαινα διανεμόμαστε
να διανέμειςνα διανέμετενα διανέμεσαινα διανέμεστε, να διανεμόσαστε
να διανέμεινα διανέμουν(ε)να διανέμεταινα διανέμονται
Aoristνα διανείμωνα διανείμουμε, να διανείμομενα διανεμηθώνα διανεμηθούμε
να διανείμειςνα διανείμετενα διανεμηθείςνα διανεμηθείτε
να διανείμεινα διανείμουν(ε)να διανεμηθείνα διανεμηθούν(ε)
Perfνα έχω διανείμει
να έχω διανεμημένο
να έχουμε διανείμει
να έχουμε διανεμημένο
να έχω διανεμηθεί
να είμαι διανεμημένος, -η
να έχουμε διανεμηθεί
να είμαστε διανεμημένοι, -ες
να έχεις διανείμει
να έχεις διανεμημένο
να έχετε διανείμει
να έχετε διανεμημένο
να έχεις διανεμηθεί
να είσαι διανεμημένος, -η
να έχετε διανεμηθεί
να είστε διανεμημένοι, -ες
να έχει διανείμει
να έχει διανεμημένο
να έχουν διανείμει
να έχουν διανεμημένο
να έχει διανεμηθεί
να είναι διανεμημένος, -η, -ο
να έχουν διανεμηθεί
να είναι διανεμημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιάνεμεδιανέμετεδιανέμεστε
Aoristδιάνειμεδιανείμετεδιανεμηθείτε
Part
izip
Presδιανέμοντας
Perfέχοντας διανείμει, έχοντας διανεμημένοδιανεμημένος, -η, -οδιανεμημένοι, -ες, -α
InfinAoristδιανείμειδιανεμηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback