εξολοθρεύω Verb (2) |
εξοντώνω Verb (0) |
εξαφανίζω Verb (0) |
ξεριζώνω Verb (0) |
αφανίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rotte aus | ||
du | rottest aus | |||
er, sie, es | rottet aus | |||
Präteritum | ich | rottete aus | ||
Konjunktiv II | ich | rottete aus | ||
Imperativ | Singular | rotte aus! | ||
Plural | rottet aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgerottet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausrotten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εξολοθρεύω | εξολοθρεύουμε, εξολοθρεύομε | εξολοθρεύομαι | εξολοθρευόμαστε |
εξολοθρεύεις | εξολοθρεύετε | εξολοθρεύεσαι | εξολοθρεύεστε, εξολοθρευόσαστε | ||
εξολοθρεύει | εξολοθρεύουν(ε) | εξολοθρεύεται | εξολοθρεύονται | ||
Imper fekt | εξολόθρευα | εξολοθρεύαμε | εξολοθρευόμουν(α) | εξολοθρευόμαστε | |
εξολόθρευες | εξολοθρεύατε | εξολοθρευόσουν(α) | εξολοθρευόσαστε | ||
εξολόθρευε | εξολόθρευαν, εξολοθρεύαν(ε) | εξολοθρευόταν(ε) | εξολοθρεύονταν | ||
Aorist | εξολόθρευσα, εξολόθρεψα | εξολοθρεύσαμε, εξολοθρέψαμε | εξολοθρεύτηκα, εξολοθρεύθηκα | εξολοθρευτήκαμε, εξολοθρευθήκαμε | |
εξολόθρευσες, εξολόθρεψες | εξολοθρεύσατε, εξολοθρέψατε | εξολοθρεύτηκες, εξολοθρεύθηκες | εξολοθρευτήκατε, εξολοθρευθήκατε | ||
εξολόθρευσε, εξολόθρεψε | εξολόθρευσαν, εξολοθρεύσαν(ε) εξολόθρεψαν, εξολοθρέψαν(ε) | εξολοθρεύτηκε, εξολοθρεύθηκε | εξολοθρεύτηκαν, εξολοθρευτήκαν(ε) εξολοθρεύθηκαν, εξολοθρευθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα εξολοθρεύω | θα εξολοθρεύουμε, | θα εξολοθρεύομαι | θα εξολοθρευόμαστε | |
θα εξολοθρεύεις | θα εξολοθρεύετε | θα εξολοθρεύεσαι | θα εξολοθρεύεστε, | ||
θα εξολοθρεύει | θα εξολοθρεύουν(ε) | θα εξολοθρεύεται | θα εξολοθρεύονται | ||
Fut ur | θα εξολοθρεύσω, | θα εξολοθρεύσουμε, | θα εξολοθρευτώ, | θα εξολοθρευτούμε, | |
θα εξολοθρεύσεις, | θα εξολοθρεύσετε, | θα εξολοθρευτείς, | θα εξολοθρευτείτε, | ||
θα εξολοθρεύσει, | θα εξολοθρεύσουν(ε), | θα εξολοθρευτεί, | θα εξολοθρευτούν(ε), | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εξολοθρεύω | να εξολοθρεύουμε, | να εξολοθρεύομαι | να εξολοθρευόμαστε |
να εξολοθρεύεις | να εξολοθρεύετε | να εξολοθρεύεσαι | να εξολοθρεύεστε, | ||
να εξολοθρεύει | να εξολοθρεύουν(ε) | να εξολοθρεύεται | να εξολοθρεύονται | ||
Aorist | να εξολοθρεύσω, | να εξολοθρεύσουμε, | να εξολοθρευτώ, | να εξολοθρευτούμε, | |
να εξολοθρεύσεις, | να εξολοθρεύσετε, | να εξολοθρευτείς, | να εξολοθρευτείτε, | ||
να εξολοθρεύσει, | να εξολοθρεύσουν(ε), | να εξολοθρευτεί, | να εξολοθρευτούν(ε), | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | εξολόθρευε | εξολοθρεύετε | εξολοθρεύεστε | |
Aorist | εξολόθρευσε, εξολόθρεψε | εξολοθρεύστε, εξολοθρεύσετε εξολοθρέψτε, εξολοθρέψετε | εξολοθρεύσου | εξολοθρευτείτε, εξολοθρευθείτε | |
Part izip | Pres | εξολοθρεύοντας | εξολοθρευόμενος | ||
Perf | έχοντας εξολοθρεύσει, έχοντας εξολοθρέψει | εξολοθρευμένος, -η, -ο | εξολοθρευμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εξολοθρεύσει, εξολοθρέψει | εξολοθρευτεί, εξολοθρευθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εξαφανίζω | εξαφανίζουμε, εξαφανίζομε | εξαφανίζομαι | εξαφανιζόμαστε |
εξαφανίζεις | εξαφανίζετε | εξαφανίζεσαι | εξαφανίζεστε, εξαφανιζόσαστε | ||
εξαφανίζει | εξαφανίζουν(ε) | εξαφανίζεται | εξαφανίζονται | ||
Imper fekt | εξαφάνιζα | εξαφανίζαμε | εξαφανιζόμουν(α) | εξαφανιζόμαστε, εξαφανιζόμασταν | |
εξαφάνιζες | εξαφανίζατε | εξαφανιζόσουν(α) | εξαφανιζόσαστε, εξαφανιζόσασταν | ||
εξαφάνιζε | εξαφάνιζαν, εξαφανίζαν(ε) | εξαφανιζόταν(ε) | εξαφανίζονταν, εξαφανιζόντανε, εξαφανιζόντουσαν | ||
Aorist | εξαφάνισα | εξαφανίσαμε | εξαφανίστηκα | εξαφανιστήκαμε | |
εξαφάνισες | εξαφανίσατε | εξαφανίστηκες | εξαφανιστήκατε | ||
εξαφάνισε | εξαφάνισαν, εξαφανίσαν(ε) | εξαφανίστηκε | εξαφανίστηκαν, εξαφανιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω εξαφανίσει έχω εξαφανισμένο | έχουμε εξαφανίσει έχουμε εξαφανισμένο | έχω εξαφανιστεί είμαι εξαφανισμένος, -η | έχουμε εξαφανιστεί είμαστε εξαφανισμένοι, -ες | |
έχεις εξαφανίσει έχεις εξαφανισμένο | έχετε εξαφανίσει έχετε εξαφανισμένο | έχεις εξαφανιστεί είσαι εξαφανισμένος, -η | έχετε εξαφανιστεί είστε εξαφανισμένοι, -ες | ||
έχει εξαφανίσει έχει εξαφανισμένο | έχουν εξαφανίσει έχουν εξαφανισμένο | έχει εξαφανιστεί είναι εξαφανισμένος, -η, -ο | έχουν εξαφανιστεί είναι εξαφανισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εξαφανίσει είχα εξαφανισμένο | είχαμε εξαφανίσει είχαμε εξαφανισμένο | είχα εξαφανιστεί ήμουν εξαφανισμένος, -η | είχαμε εξαφανιστεί ήμαστε εξαφανισμένοι, -ες | |
είχες εξαφανίσει είχες εξαφανισμένο | είχατε εξαφανίσει είχατε εξαφανισμένο | είχες εξαφανιστεί ήσουν εξαφανισμένος, -η | είχατε εξαφανιστεί ήσαστε εξαφανισμένοι, -ες | ||
είχε εξαφανίσει είχε εξαφανισμένο | είχαν εξαφανίσει είχαν εξαφανισμένο | είχε εξαφανιστεί ήταν εξαφανισμένος, -η, -ο | είχαν εξαφανιστεί ήταν εξαφανισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εξαφανίζω | θα εξαφανίζουμε, | θα εξαφανίζομαι | θα εξαφανιζόμαστε | |
θα εξαφανίζεις | θα εξαφανίζετε | θα εξαφανίζεσαι | θα εξαφανίζεστε, | ||
θα εξαφανίζει | θα εξαφανίζουν(ε) | θα εξαφανίζεται | θα εξαφανίζονται | ||
Fut ur | θα εξαφανίσω | θα εξαφανίσουμε, | θα εξαφανιστώ | θα εξαφανιστούμε | |
θα εξαφανίσεις | θα εξαφανίσετε | θα εξαφανιστείς | θα εξαφανιστείτε | ||
θα εξαφανίσει | θα εξαφανίσουν(ε) | θα εξαφανιστεί | θα εξαφανιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εξαφανίζω | να εξαφανίζουμε, | να εξαφανίζομαι | να εξαφανιζόμαστε |
να εξαφανίζεις | να εξαφανίζετε | να εξαφανίζεσαι | να εξαφανίζεστε, | ||
να εξαφανίζει | να εξαφανίζουν(ε) | να εξαφανίζεται | να εξαφανίζονται | ||
Aorist | να εξαφανίσω | να εξαφανίσουμε, | να εξαφανιστώ | να εξαφανιστούμε | |
να εξαφανίσεις | να εξαφανίσετε | να εξαφανιστείς | να εξαφανιστείτε | ||
να εξαφανίσει | να εξαφανίσουν(ε) | να εξαφανιστεί | να εξαφανιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εξαφανίσει | να έχουμε εξαφανίσει | να έχω εξαφανιστεί | να έχουμε εξαφανιστεί | |
να έχεις εξαφανίσει | να έχετε εξαφανίσει | να έχεις εξαφανιστεί | να έχετε εξαφανιστεί | ||
να έχει εξαφανίσει | να έχουν εξαφανίσει | να έχει εξαφανιστεί | να έχουν εξαφανιστεί | ||
Imper ativ | Pres | εξαφάνιζε | εξαφανίζετε | εξαφανίζεστε | |
Aorist | εξαφάνισε | εξαφανίστε | εξαφανίσου | εξαφανιστείτε | |
Part izip | Pres | εξαφανίζοντας | εξαφανιζόμενος | ||
Perf | έχοντας εξαφανίσει, έχοντας εξαφανισμένο | εξαφανισμένος, -η, -ο | εξαφανισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εξαφανίσει | εξαφανιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.