υπολογίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Das Mädchen mit dem Stadtplan, das jeden Schritt ausrechnen will, über Norden und Süden nachdenkt. | Την κοπέλα με τον χάρτη... που προγραμμάτιζε τα βήματά της κι ανησυχούσε για τον βορρά, τον νότο. Übersetzung nicht bestätigt |
Das können Sie sich doch ausrechnen. | Χρησιμοποίησε την αριθμητική. Übersetzung nicht bestätigt |
Miss Watson... wenn sie nach der Personalakte schicken... heißt das normalerweise, dass sie die Abfindung ausrechnen. | Δις Γουότσον... όταν ψάχνουν αυτούς τους προσωπικούς φακέλους... αυτό σημαίνει κατά κανόνα ότι υπολογίζουν την αποζημίωση λόγω απόλυσης. Übersetzung nicht bestätigt |
Wir können uns keine Erfolgschance ausrechnen. | Σας ευχαριστώ. Όμως δεν φαίνεται να γίνεται. Übersetzung nicht bestätigt |
Alles vorbereiten, alles ausrechnen. | Είναι ένα ενεχειροδανειστήριο εκεί, το ξέρεις; Και βέβαια το ξέρω! Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
(rechnerisch) ermitteln |
ausrechnen |
errechnen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rechne aus | ||
du | rechnest aus | |||
er, sie, es | rechnet aus | |||
Präteritum | ich | rechnete aus | ||
Konjunktiv II | ich | rechnete aus | ||
Imperativ | Singular | rechne aus! | ||
Plural | rechnet aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgerechnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausrechnen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υπολογίζω | υπολογίζουμε, υπολογίζομε | υπολογίζομαι | υπολογιζόμαστε |
υπολογίζεις | υπολογίζετε | υπολογίζεσαι | υπολογίζεστε, υπολογιζόσαστε | ||
υπολογίζει | υπολογίζουν(ε) | υπολογίζεται | υπολογίζονται | ||
Imper fekt | υπολόγιζα | υπολογίζαμε | υπολογιζόμουν(α) | υπολογιζόμαστε, υπολογιζόμασταν | |
υπολόγιζες | υπολογίζατε | υπολογιζόσουν(α) | υπολογιζόσαστε, υπολογιζόσασταν | ||
υπολόγιζε | υπολόγιζαν, υπολογίζαν(ε) | υπολογιζόταν(ε) | υπολογίζονταν, υπολογιζόντανε, υπολογιζόντουσαν | ||
Aorist | υπολόγισα | υπολογίσαμε | υπολογίστηκα | υπολογιστήκαμε | |
υπολόγισες | υπολογίσατε | υπολογίστηκες | υπολογιστήκατε | ||
υπολόγισε | υπολόγισαν, υπολογίσαν(ε) | υπολογίστηκε | υπολογίστηκαν, υπολογιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω υπολογίσει έχω υπολογισμένο | έχουμε υπολογίσει έχουμε υπολογισμένο | έχω υπολογιστεί είμαι υπολογισμένος, -η | έχουμε υπολογιστεί είμαστε υπολογισμένοι, -ες | |
έχεις υπολογίσει έχεις υπολογισμένο | έχετε υπολογίσει έχετε υπολογισμένο | έχεις υπολογιστεί είσαι υπολογισμένος, -η | έχετε υπολογιστεί είστε υπολογισμένοι, -ες | ||
έχει υπολογίσει έχει υπολογισμένο | έχουν υπολογίσει έχουν υπολογισμένο | έχει υπολογιστεί είναι υπολογισμένος, -η, -ο | έχουν υπολογιστεί είναι υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα υπολογίσει είχα υπολογισμένο | είχαμε υπολογίσει είχαμε υπολογισμένο | είχα υπολογιστεί ήμουν υπολογισμένος, -η | είχαμε υπολογιστεί ήμαστε υπολογισμένοι, -ες | |
είχες υπολογίσει είχες υπολογισμένο | είχατε υπολογίσει είχατε υπολογισμένο | είχες υπολογιστεί ήσουν υπολογισμένος, -η | είχατε υπολογιστεί ήσαστε υπολογισμένοι, -ες | ||
είχε υπολογίσει είχε υπολογισμένο | είχαν υπολογίσει είχαν υπολογισμένο | είχε υπολογιστεί ήταν υπολογισμένος, -η, -ο | είχαν υπολογιστεί ήταν υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα υπολογίζω | θα υπολογίζουμε, | θα υπολογίζομαι | θα υπολογιζόμαστε | |
θα υπολογίζεις | θα υπολογίζετε | θα υπολογίζεσαι | θα υπολογίζεστε, | ||
θα υπολογίζει | θα υπολογίζουν(ε) | θα υπολογίζεται | θα υπολογίζονται | ||
Fut ur | θα υπολογίσω | θα υπολογίσουμε, | θα υπολογιστώ | θα υπολογιστούμε | |
θα υπολογίσεις | θα υπολογίσετε | θα υπολογιστείς | θα υπολογιστείτε | ||
θα υπολογίσει | θα υπολογίσουν(ε) | θα υπολογιστεί | θα υπολογιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υπολογίζω | να υπολογίζουμε, | να υπολογίζομαι | να υπολογιζόμαστε |
να υπολογίζεις | να υπολογίζετε | να υπολογίζεσαι | να υπολογίζεστε, | ||
να υπολογίζει | να υπολογίζουν(ε) | να υπολογίζεται | να υπολογίζονται | ||
Aorist | να υπολογίσω | να υπολογίσουμε, | να υπολογιστώ | να υπολογιστούμε | |
να υπολογίσεις | να υπολογίσετε | να υπολογιστείς | να υπολογιστείτε | ||
να υπολογίσει | να υπολογίσουν(ε) | να υπολογιστεί | να υπολογιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω υπολογίσει | να έχουμε υπολογίσει | να έχω υπολογιστεί | να έχουμε υπολογιστεί | |
να έχεις υπολογίσει | να έχετε υπολογίσει | να έχεις υπολογιστεί | να έχετε υπολογιστεί | ||
να έχει υπολογίσει | να έχουν υπολογίσει | να έχει υπολογιστεί | να έχουν υπολογιστεί | ||
Imper ativ | Pres | υπολόγιζε | υπολογίζετε | υπολογίζεστε | |
Aorist | υπολόγισε | υπολογίστε | υπολογίσου | υπολογιστείτε | |
Part izip | Pres | υπολογίζοντας | υπολογιζόμενος | ||
Perf | έχοντας υπολογίσει, έχοντας υπολογισμένο | υπολογισμένος, -η, -ο | υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | υπολογίσει | υπολογιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.