aushelfen
 Verb

βοηθώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn ihm nur Mrs. Dukesbury aushelfen würde.Αν τον βοηθούσε τουλάχιστον η κα Ντιούκσμπερυ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann Ihnen etwas aushelfen.Μπορώ να σε βοηθήσω κάπως.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich weiß nicht, wie ihr auf die Idee gekommen seid... aber es tut mir leid, ich werde euch nicht aushelfen können.Κακώς κυκλοφόρησε αυτή η φήμη. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Können die Ihnen nicht aushelfen?Δεν μπορεί κάποιο να σας βοηθήσει;

Übersetzung nicht bestätigt

-Darf ich aushelfen?Που θα μείνεις;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βοηθάω, βοηθώβοηθάμε, βοηθούμεβοηθιέμαιβοηθιόμαστε
βοηθείς, βοηθάςβοηθάτεβοηθιέσαιβοηθιέστε, βοηθιόσαστε
βοηθεί, βοηθάει, βοηθάβοηθάν(ε), βοηθούν(ε)βοηθιέταιβοηθιούνται, βοηθιόνται
Imper
fekt
βοηθούσα, βοήθαγαβοηθούσαμε, βοηθάγαμεβοηθιόμουν(α)βοηθιόμαστε, βοηθιόμασταν
βοηθούσες, βοήθαγεςβοηθούσατε, βοηθάγατεβοηθιόσουν(α)βοηθιόσαστε, βοηθιόσασταν
βοηθούσε, βοήθαγεβοηθούσαν(ε), βοήθαγαν, βοηθάγανεβοηθιόταν(ε)βοηθιόνταν(ε), βοηθιούνταν, βοηθιόντουσαν
Aoristβοήθησα, βόηθησαβοηθήσαμεβοηθήθηκαβοηθηθήκαμε
βοήθησες, βόηθησεςβοηθήσατεβοηθήθηκεςβοηθηθήκατε
βοήθησε, βόηθησεβοήθησαν, βόηθησαν, βοηθήσαν(ε)βοηθήθηκεβοηθήθηκαν, βοηθηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω βοηθήσει
έχω βοηθημένο
έχουμε βοηθήσει
έχουμε βοηθημένο
έχω βοηθηθεί
είμαι βοηθημένος, -η
έχουμε βοηθηθεί
είμαστε βοηθημένοι, -ες
έχεις βοηθήσει
έχεις βοηθημένο
έχετε βοηθήσει
έχετε βοηθημένο
έχεις βοηθηθεί
είσαι βοηθημένος, -η
έχετε βοηθηθεί
είστε βοηθημένοι, -ες
έχει βοηθήσει
έχει βοηθημένο
έχουν βοηθήσει
έχουν βοηθημένο
έχει βοηθηθεί
είναι βοηθημένος, -η, -ο
έχουν βοηθηθεί
είναι βοηθημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα βοηθήσει
είχα βοηθημένο
είχαμε βοηθήσει
είχαμε βοηθημένο
είχα βοηθηθεί
ήμουν βοηθημένος, -η
είχαμε βοηθηθεί
ήμαστε βοηθημένοι, -ες
είχες βοηθήσει
είχες βοηθημένο
είχατε βοηθήσει
είχατε βοηθημένο
είχες βοηθηθεί
ήσουν βοηθημένος, -η
είχατε βοηθηθεί
ήσαστε βοηθημένοι, -ες
είχε βοηθήσει
είχε βοηθημένο
είχαν βοηθήσει
είχαν βοηθημένο
είχε βοηθηθεί
ήταν βοηθημένος, -η, -ο
είχαν βοηθηθεί
ήταν βοηθημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βοηθάω, θα βοηθώθα βοηθάμε, θα βοηθούμεθα βοηθιέμαιθα βοηθιόμαστε
θα βοηθάςθα βοηθάτεθα βοηθιέσαιθα βοηθιέστε, θα βοηθιόσαστε
θα βοηθάει, θα βοηθάθα βοηθάν(ε), θα βοηθούν(ε)θα βοηθιέταιθα βοηθιούνται, θα βοηθιόνται
Fut
ur
θα βοηθήσωθα βοηθήσουμε, θα βοηθήσομεθα βοηθηθώθα βοηθηθούμε
θα βοηθήσειςθα βοηθήσετεθα βοηθηθείςθα βοηθηθείτε
θα βοηθήσειθα βοηθήσουνεθα βοηθηθείθα βοηθηθούνε
Fut
ur II
θα έχω βοηθήσει
θα έχω βοηθημένο
θα έχουμε βοηθήσει
θα έχουμε βοηθημένο
θα έχω βοηθηθεί
θα είμαι βοηθημένος, -η
θα έχουμε βοηθηθεί
θα είμαστε βοηθημένοι, -ες
θα έχεις βοηθήσει
θα έχεις βοηθημένο
θα έχετε βοηθήσει
θα έχετε βοηθημένο
θα έχεις βοηθηθεί
θα είσαι βοηθημένος, -η
θα έχετε βοηθηθεί
θα είστε βοηθημένοι, -ες
θα έχει βοηθήσει
θα έχει βοηθημένο
θα έχουν βοηθήσει
θα έχουν βοηθημένο
θα έχει βοηθηθεί
θα είναι βοηθημένος, -η, -ο
θα έχουν βοηθηθεί
θα είναι βοηθημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βοηθάω, να βοηθώνα βοηθάμε, να βοηθούμενα βοηθιέμαινα βοηθιόμαστε
να βοηθάςνα βοηθάτενα βοηθιέσαινα βοηθιέστε
να βοηθάει, να βοηθάνα βοηθάνε, να βοηθούνενα βοηθιέταινα βοηθιούνται, να βοηθιόνται
Aoristνα βοηθήσωνα βοηθήσουμε, να βοηθήσομενα βοηθηθώνα βοηθηθούμε
να βοηθήσειςνα βοηθήσετενα βοηθηθείςνα βοηθηθείτε
να βοηθήσεινα βοηθήσουννα βοηθηθείνα βοηθηθούνε
Perfνα έχω βοηθήσει
να έχω βοηθημένο
να έχουμε βοηθήσει
να έχουμε βοηθημένο
να έχω βοηθηθεί
να είμαι βοηθημένος, -η
να έχουμε βοηθηθεί
να είμαστε βοηθημένοι, -ες
να έχεις βοηθήσει
να έχεις βοηθημένο
να έχετε βοηθήσει
να έχετε βοηθημένο
να έχεις βοηθηθεί
να είσαι βοηθημένος, -η
να έχετε βοηθηθεί
να είστε βοηθημένοι, -η
να έχει βοηθήσει
να έχει βοηθημένο
να έχουν βοηθήσει
να έχουν βοηθημένο
να έχει βοηθηθεί
να είναι βοηθημένος, -η, -ο
να έχουν βοηθηθεί
να είναι βοηθημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβοήθα, βοήθαγεβοηθάτεβοηθιέστε
Aoristβοήθησε, βοήθαβοηθήστεβοηθήσουβοηθηθείτε
Part
izip
Presβοηθώντας
Perfέχοντας βοηθήσει, έχοντας βοηθημένοβοηθημένος, -η, -οβοηθημένοι, -ες, -α
InfinAoristβοηθήσειβοηθηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback