aufwerfen
 Verb

σηκώνω Verb
(0)
θέτω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn das so wäre, würde das Fragen aufwerfen, mit denen ich nicht gerechnet hatte.Εάνήτανέτσι θαεγείροντανερωτήματα πουδενέχωλάβειυπόψη.

Übersetzung nicht bestätigt

Meine verehrten Analytiker, Psychiater, Psychologen und anwesende Laien. Heute möchte ich Fragen aufwerfen... über die weniger bekannten Aspekte der psychobiologischen Therapie.Αγαπητοί ψυχαναλυτές, ψυχίατροι ψυχολόγοι και άλλοι άσχετοι σήμερα θα ήθελα να συζητήσουμε μερικές από τις λιγότερο γνωστές απόψεις της Ψυχοβιολογικής Θεραπείας.

Übersetzung nicht bestätigt

Das wird sicher einige Fragen aufwerfen, Jewel.Θα υπάρξουν αντιδράσεις γι'αυτή την επιλογή.

Übersetzung nicht bestätigt

Eine Antwort, die wieder eine neue Frage aufwerfen wird. Und die nächste Antwort wieder die nächste Frage und so weiter und so weiter...Μια απάντηση που θα φτιάξει μια νέα ερώτηση και η επόμενη απάντηση θα φτιάξει μια νέα ερώτηση και πάει λέγοντας και συνεχίζει.

Übersetzung nicht bestätigt

Dr. Cox, es handelt sich dabei um die Art von feindlichem Verhalten, das juristische Probleme aufwerfen kann.Δρ. Κοξ, αυτού του είδους η εχθρική συμπεριφορά, μπορεί να μας προκαλέσει νομικό πρόβλημα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σηκώνωσηκώνουμε, σηκώνομεσηκώνομαισηκωνόμαστε
σηκώνειςσηκώνετεσηκώνεσαισηκώνεστε, σηκωνόσαστε
σηκώνεισηκώνουν(ε)σηκώνεταισηκώνονται
Imper
fekt
σήκωνασηκώναμεσηκωνόμουν(α)σηκωνόμαστε, σηκωνόμασταν
σήκωνεςσηκώνατεσηκωνόσουν(α)σηκωνόσαστε, σηκωνόσασταν
σήκωνεσήκωνανσηκωνόταν(ε)σηκώνονταν, σηκωνόντανε, σηκωνόντουσαν
Aoristσήκωσασηκώσαμεσηκώθηκασηκωθήκαμε
σήκωσεςσηκώσατεσηκώθηκεςσηκωθήκατε
σήκωσεσήκωσαν, σηκώσαν(ε)σηκώθηκεσηκώθηκαν, σηκωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σηκώσει
έχω σηκωμένο
έχουμε σηκώσει
έχουμε σηκωμένο
έχω σηκωθεί
είμαι σηκωμένος, -η
έχουμε σηκωθεί
είμαστε σηκωμένοι, -ες
έχεις σηκώσει
έχεις σηκωμένο
έχετε σηκώσει
έχετε σηκωμένο
έχεις σηκωθεί
είσαι σηκωμένος, -η
έχετε σηκωθεί
είστε σηκωμένοι, -ες
έχει σηκώσει
έχει σηκωμένο
έχουν σηκώσει
έχουν σηκωμένο
έχει σηκωθεί
είναι σηκωμένος, -η, -ο
έχουν σηκωθεί
είναι σηκωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σηκώσει
είχα σηκωμένο
είχαμε σηκώσει
είχαμε σηκωμένο
είχα σηκωθεί
ήμουν σηκωμένος, -η
είχαμε σηκωθεί
ήμαστε σηκωμένοι, -ες
είχες σηκώσει
είχες σηκωμένο
είχατε σηκώσει
είχατε σηκωμένο
είχες σηκωθεί
ήσουν σηκωμένος, -η
είχατε σηκωθεί
ήσαστε σηκωμένοι, -ες
είχε σηκώσει
είχε σηκωμένο
είχαν σηκώσει
είχαν σηκωμένο
είχε σηκωθεί
ήταν σηκωμένος, -η, -ο
είχαν σηκωθεί
ήταν σηκωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σηκώνωθα σηκώνουμε, θα σηκώνομεθα σηκώνομαιθα σηκωνόμαστε
θα σηκώνειςθα σηκώνετεθα σηκώνεσαιθα σηκώνεστε, θα σηκωνόσαστε
θα σηκώνειθα σηκώνουν(ε)θα σηκώνεταιθα σηκώνονται
Fut
ur
θα σηκώσωθα σηκώσουμε, θα σηκώσομεθα σηκωθώθα σηκωθούμε
θα σηκώσειςθα σηκώσετεθα σηκωθείςθα σηκωθείτε
θα σηκώσειθα σηκώσουνθα σηκωθείθα σηκωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σηκώσει
θα έχω σηκωμένο
θα έχουμε σηκώσει
θα έχουμε σηκωμένο
θα έχω σηκωθεί
θα είμαι σηκωμένος, -η
θα έχουμε σηκωθεί
θα είμαστε σηκωμένοι, -ες
θα έχεις σηκώσει
θα έχεις σηκωμένο
θα έχετε σηκώσει
θα έχετε σηκωμένο
θα έχεις σηκωθεί
θα είσαι σηκωμένος, -η
θα έχετε σηκωθεί
θα είστε σηκωμένοι, -ες
θα έχει σηκώσει
θα έχει σηκωμένο
θα έχουν σηκώσει
θα έχουν σηκωμένο
θα έχει σηκωθεί
θα είναι σηκωμένος, -η, -ο
θα έχουν σηκωθεί
θα είναι σηκωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σηκώνωνα σηκώνουμε, να σηκώνομενα σηκώνομαινα σηκωνόμαστε
να σηκώνειςνα σηκώνετενα σηκώνεσαινα σηκώνεστε, να σηκωνόσαστε
να σηκώνεινα σηκώνουν(ε)να σηκώνεταινα σηκώνονται
Aoristνα σηκώσωνα σηκώσουμε, να σηκώσομενα σηκωθώνα σηκωθούμε
να σηκώσειςνα σηκώσετενα σηκωθείςνα σηκωθείτε
να σηκώσεινα σηκώσουν(ε)να σηκωθείνα σηκωθούν(ε)
Perfνα έχω σηκώσει
να έχω σηκωμένο
να έχουμε σηκώσει
να έχουμε σηκωμένο
να έχω σηκωθεί
να είμαι σηκωμένος, -η
να έχουμε σηκωθεί
να είμαστε σηκωμένοι, -ες
να έχεις σηκώσει
να έχεις σηκωμένο
να έχετε σηκώσει
να έχετε σηκωμένο
να έχεις σηκωθεί
να είσαι σηκωμένος, -η
να έχετε σηκωθεί
να είστε σηκωμένοι, -ες
να έχει σηκώσει
να έχει σηκωμένο
να έχουν σηκώσει
να έχουν σηκωμένο
να έχει σηκωθεί
να είναι σηκωμένος, -η, -ο
να έχουν σηκωθεί
να είναι σηκωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσήκωνεσηκώνετεσηκώνεστε
Aoristkathomai#katse">σήκωσεσηκώστε, σηκώσετεσήκω, σηκώσουσηκωθείτε
Part
izip
Presσηκώνοντας
Perfέχοντας σηκώσει, έχοντας σηκωμένοσηκωμένος, -η, -οσηκωμένοι, -ες, -α
InfinAoristσηκώσεισηκωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θέτωθέτουμε, θέτομετίθεμαιτιθέμεθα
θέτειςθέτετετίθεσαιτίθεσθε
θέτειθέτουν(ε)τίθεταιτίθενται
Imper
fekt
έθεταθέταμε
έθετεςθέτατε
έθετεέθεταν, θέταν(ε)ετίθετοετίθεντο
Aoristέθεσαθέσαμετέθηκατεθήκαμε
έθεσεςθέσατετέθηκεςτεθήκατε
έθεσεέθεσαν, θέσαν(ε)τέθηκετέθηκαν, τεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω θέσειέχουμε θέσειέχω τεθείέχουμε τεθεί
έχεις θέσειέχετε θέσειέχεις τεθείέχετε τεθεί
έχει θέσειέχουν θέσειέχει τεθείέχουν τεθεί
Plu
per
fekt
είχα θέσειείχαμε θέσειείχα τεθείείχαμε τεθεί
είχες θέσειείχατε θέσειείχες τεθείείχατε τεθεί
είχε θέσειείχαν θέσειείχε τεθείείχαν τεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θέτωθα θέτουμε, θα θέτομεθα τίθεμαιθα τιθέμεθα
θα θέτειςθα θέτετεθα τίθεσαιθα τίθεσθε
θα θέτειθα θέτουν(ε)θα τίθεταιθα τίθενται
Fut
ur
θα θέσωθα θέσουμε, θα θέσομεθα τεθώθα τεθούμε
θα θέσειςθα θέσετεθα τεθείςθα τεθείτε
θα θέσειθα θέσουν(ε)θα τεθείθα τεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω θέσειθα έχουμε θέσειθα έχω τεθείθα έχουμε τεθεί
θα έχεις θέσειθα έχετε θέσειθα έχεις τεθείθα έχετε τεθεί
θα έχει θέσειθα έχουν θέσειθα έχει τεθείθα έχουν τεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θέτωνα θέτουμε, να θέτομενα τίθεμαινα τιθέμεθα
να θέτειςνα θέτετενα τίθεσαινα τίθεσθε
να θέτεινα θέτουν(ε)να τίθεταινα τίθενται
Aoristνα θέσωνα θέσουμε, να θέσομενα τεθώνα τεθούμε
να θέσειςνα θέσετενα τεθείςνα τεθείτε
να θέσεινα θέσουν(ε)να τεθείνα τεθούν(ε)
Perfνα έχω θέσεινα έχουμε θέσεινα έχω τεθείνα έχουμε τεθεί
να έχεις θέσεινα έχετε θέσεινα έχεις τεθείνα έχετε τεθεί
να έχει θέσεινα έχουν θέσεινα έχει τεθείνα έχουν τεθεί
Imper
ativ
Presθέτεθέτετετίθεσθε
Aoristθέσεθέσετε, θέστεθέσουτεθείτε
Part
izip
Presθέτοντας(τιθέμενος)
Perfέχοντας θέσει(τεθειμένος)(τεθειμένοι)
InfinAoristθέσειτεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback