aufschrecken
 

τρομάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
So werden Sie halb London aufschrecken.Τηρούμε σιγή ασυρμάτου. Μ' αυτόν τον ρυθμό, θα ξυπνήσετε το μισό Λονδίνο.

Übersetzung nicht bestätigt

Dieser Gedanke lässt mich mitten in der Nacht aufschrecken.Αυτή η σκέψη με κάνει να ξυπνώ στη μέση της νύχτας.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich rate Ihnen umzukehren, wenn Sie sie nicht aufschrecken wollen. Die Vulkanier riskieren ihr Schiff nicht für ein Erdschiff.Αν δεν θέλετε να τους εκνευρίσετε, συνιστώ να κάνετε μεταβολή.

Übersetzung nicht bestätigt

Das ist das Einzige, was ihn aufschrecken könnte.Αν αυτό δεν τον βγάλει έξω, τίποτα δε θα το κάνει.

Übersetzung nicht bestätigt

Lassen Sie sie aufschrecken.Τράβηξε την προσοχή τους.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρομάζωτρομάζουμε, τρομάζομε
τρομάζειςτρομάζετε
τρομάζειτρομάζουν(ε)
Imper
fekt
τρόμαζατρομάζαμε
τρόμαζεςτρομάζατε
τρόμαζετρόμαζαν, τρομάζαν(ε)
Aoristτρόμαξατρομάξαμε
τρόμαξεςτρομάξατε
τρόμαξετρόμαξαν, τρομάξαν(ε)
Per
fekt
έχω τρομάξει
έχω τρομαγμένο
έχουμε τρομάξει
έχουμε τρομαγμένο
έχεις τρομάξει
έχεις τρομαγμένο
έχετε τρομάξει
έχετε τρομαγμένο
έχει τρομάξει
έχει τρομαγμένο
έχουν τρομάξει
έχουν τρομαγμένο
Plu
per
fekt
είχα τρομάξει
είχα τρομαγμένο
είχαμε τρομάξει
είχαμε τρομαγμένο
είχες τρομάξει
είχες τρομαγμένο
είχατε τρομάξει
είχατε τρομαγμένο
είχε τρομάξει
είχε τρομαγμένο
είχαν τρομάξει
είχαν τρομαγμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρομάζωθα τρομάζουμε, θα τρομάζομε
θα τρομάζειςθα τρομάζετε
θα τρομάζειθα τρομάζουν(ε)
Fut
ur
θα τρομάξωθα τρομάξουμε, θα τρομάξομε
θα τρομάξειςθα τρομάξετε
θα τρομάξειθα τρομάξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τρομάξει
θα έχω τρομαγμένο
θα έχουμε τρομάξει
θα έχουμε τρομαγμένο
θα έχεις τρομάξει
θα έχεις τρομαγμένο
θα έχετε τρομάξει
θα έχετε τρομαγμένο
θα έχει τρομάξει
θα έχει τρομαγμένο
θα έχουν τρομάξει
θα έχουν τρομαγμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρομάζωνα τρομάζουμε, να τρομάζομε
να τρομάζειςνα τρομάζετε
να τρομάζεινα τρομάζουν(ε)
Aoristνα τρομάξωνα τρομάξουμε, να τρομάξομε
να τρομάξειςνα τρομάξετε
να τρομάξεινα τρομάξουν(ε)
Perf να έχω τρομάξει
να έχω τρομαγμένο
να έχουμε τρομάξει
να έχουμε τρομαγμένο
να έχεις τρομάξει
να έχεις τρομαγμένο
να έχετε τρομάξει
να έχετε τρομαγμένο
να έχει τρομάξει
να έχει τρομαγμένο
να έχουν τρομάξει
να έχουν τρομαγμένο
Imper
ativ
Presτρόμαζετρομάζετε
Aoristτρόμαξετρομάξτε, τρομάχτε
Part
izip
Presτρομάζοντας
Perfέχοντας τρομάξει, έχοντας τρομαγμένο
InfinAoristτρομάξει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback