Deutsch | Griechisch |
---|---|
Sie aufscheuchen. | Να τους ξεσκεπάσεις. Übersetzung nicht bestätigt |
Gott! Wir müssen die ab und zu aufscheuchen. | Πρέπει να του συγυρίσεις τους τύπους. Übersetzung nicht bestätigt |
Wir müssen ihn aufscheuchen. | Πρέπει να τον ξετρυπώσουμε. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn Sie mich aufscheuchen wollen, machen Sie einen Fehler. | Αν νομίζεις ότι μπορείς να με ξετρυπώσεις, κάνεις μεγάλο λάθος. Übersetzung nicht bestätigt |
Es ist Gummi, aber es wird das Pferd aufscheuchen. | Αλλά θα τρομάξει το άλογο Είμαι ο Nick. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
aufjagen |
aufscheuchen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | scheuche auf | ||
du | scheuchst auf | |||
er, sie, es | scheucht auf | |||
Präteritum | ich | scheuchte auf | ||
Konjunktiv II | ich | scheuchte auf | ||
Imperativ | Singular | scheuch auf! | ||
Plural | scheucht auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgescheucht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufscheuchen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κυνηγάω, κυνηγώ | κυνηγάμε, κυνηγούμε | κυνηγιέμαι | κυνηγιόμαστε |
κυνηγάς | κυνηγάτε | κυνηγιέσαι | κυνηγιέστε, κυνηγιόσαστε | ||
κυνηγάει, κυνηγά | κυνηγάν(ε), κυνηγούν(ε) | κυνηγιέται | κυνηγιούνται, κυνηγιόνται | ||
Imper fekt | κυνηγούσα, κυνήγαγα | κυνηγούσαμε, κυνηγάγαμε | κυνηγιόμουν(α) | κυνηγιόμαστε, κυνηγιόμασταν | |
κυνηγούσες, κυνήγαγες | κυνηγούσατε, κυνηγάγατε | κυνηγιόσουν(α) | κυνηγιόσαστε, κυνηγιόσασταν | ||
κυνηγούσε, κυνήγαγε | κυνηγούσαν(ε), κυνήγαγαν, κυνηγάγανε | κυνηγιόταν(ε) | κυνηγιόνταν(ε), κυνηγιούνταν, κυνηγιόντουσαν | ||
Aorist | κυνήγησα | κυνηγήσαμε | κυνηγήθηκα | κυνηγηθήκαμε | |
κυνήγησες | κυνηγήσατε | κυνηγήθηκες | κυνηγηθήκατε | ||
κυνήγησε | κυνήγησαν, κυνηγήσαν(ε) | κυνηγήθηκε | κυνηγήθηκαν, κυνηγηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κυνηγάω, | θα κυνηγάμε, | |||
θα κυνηγάς | θα κυνηγάτε | θα κυνηγιέσαι | θα κυνηγιέστε, | ||
θα κυνηγάει, | θα κυνηγάν(ε), | θα κυνηγιέται | θα κυνηγιούνται, | ||
Fut ur | θα κυνηγήσω | θα κυνηγήσουμε, | θα κυνηγηθώ | θα κυνηγηθούμε | |
θα κυνηγήσεις | θα κυνηγήσετε | θα κυνηγηθείς | θα κυνηγηθείτε | ||
θα κυνηγήσει | θα κυνηγήσουν(ε) | θα κυνηγηθεί | θα κυνηγηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κυνηγάω, | να κυνηγάμε, | να κυνηγιέμαι | να κυνηγιόμαστε |
να κυνηγάς | να κυνηγάτε | να κυνηγιέσαι | να κυνηγιέστε, | ||
να κυνηγάει, | να κυνηγάν(ε), | να κυνηγιέται | να κυνηγιούνται, | ||
Aorist | να κυνηγήσω | να κυνηγήσουμε, | να κυνηγηθώ | να κυνηγηθούμε | |
να κυνηγήσεις | να κυνηγήσετε | να κυνηγηθείς | να κυνηγηθείτε | ||
να κυνηγήσει | να κυνηγήσουν(ε) | να κυνηγηθεί | να κυνηγηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | κυνήγα, κυνήγαγε | κυνηγάτε | κυνηγιέστε | |
Aorist | κυνήγησε, κυνήγα | κυνηγήστε | κυνηγήσου | κυνηγηθείτε | |
Part izip | Pres | κυνηγώντας | |||
Perf | έχοντας κυνηγήσει, | κυνηγημένος, -η, -ο | κυνηγημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κυνηγήσει | κυνηγηθεί |