aufscheuchen
 Verb

κυνηγώ Verb
(0)
ξεπετώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie aufscheuchen.Να τους ξεσκεπάσεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Gott! Wir müssen die ab und zu aufscheuchen.Πρέπει να του συγυρίσεις τους τύπους.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir müssen ihn aufscheuchen.Πρέπει να τον ξετρυπώσουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn Sie mich aufscheuchen wollen, machen Sie einen Fehler.Αν νομίζεις ότι μπορείς να με ξετρυπώσεις, κάνεις μεγάλο λάθος.

Übersetzung nicht bestätigt

Es ist Gummi, aber es wird das Pferd aufscheuchen.Αλλά θα τρομάξει το άλογο Είμαι ο Nick.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
aufjagen
aufscheuchen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κυνηγάω, κυνηγώκυνηγάμε, κυνηγούμεκυνηγιέμαικυνηγιόμαστε
κυνηγάςκυνηγάτεκυνηγιέσαικυνηγιέστε, κυνηγιόσαστε
κυνηγάει, κυνηγάκυνηγάν(ε), κυνηγούν(ε)κυνηγιέταικυνηγιούνται, κυνηγιόνται
Imper
fekt
κυνηγούσα, κυνήγαγακυνηγούσαμε, κυνηγάγαμεκυνηγιόμουν(α)κυνηγιόμαστε, κυνηγιόμασταν
κυνηγούσες, κυνήγαγεςκυνηγούσατε, κυνηγάγατεκυνηγιόσουν(α)κυνηγιόσαστε, κυνηγιόσασταν
κυνηγούσε, κυνήγαγεκυνηγούσαν(ε), κυνήγαγαν, κυνηγάγανεκυνηγιόταν(ε)κυνηγιόνταν(ε), κυνηγιούνταν, κυνηγιόντουσαν
Aoristκυνήγησακυνηγήσαμεκυνηγήθηκακυνηγηθήκαμε
κυνήγησεςκυνηγήσατεκυνηγήθηκεςκυνηγηθήκατε
κυνήγησεκυνήγησαν, κυνηγήσαν(ε)κυνηγήθηκεκυνηγήθηκαν, κυνηγηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κυνηγήσει
έχω κυνηγημένο
έχουμε κυνηγήσει
έχουμε κυνηγημένο
έχω κυνηγηθεί
είμαι κυνηγημένος, -η
έχουμε κυνηγηθεί
είμαστε κυνηγημένοι, -ες
έχεις κυνηγήσει
έχεις κυνηγημένο
έχετε κυνηγήσει
έχετε κυνηγημένο
έχεις κυνηγηθεί
είσαι κυνηγημένος, -η
έχετε κυνηγηθεί
είστε κυνηγημένοι, -ες
έχει κυνηγήσει
έχει κυνηγημένο
έχουν κυνηγήσει
έχουν κυνηγημένο
έχει κυνηγηθεί
είναι κυνηγημένος, -η, -ο
έχουν κυνηγηθεί
είναι κυνηγημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κυνηγήσει
είχα κυνηγημένο
είχαμε κυνηγήσει
είχαμε κυνηγημένο
είχα κυνηγηθεί
ήμουν κυνηγημένος, -η
είχαμε κυνηγηθεί
ήμαστε κυνηγημένοι, -ες
είχες κυνηγήσει
είχες κυνηγημένο
είχατε κυνηγήσει
είχατε κυνηγημένο
είχες κυνηγηθεί
ήσουν κυνηγημένος, -η
είχατε κυνηγηθεί
ήσαστε κυνηγημένοι, -ες
είχε κυνηγήσει
είχε κυνηγημένο
είχαν κυνηγήσει
είχαν κυνηγημένο
είχε κυνηγηθεί
ήταν κυνηγημένος, -η, -ο
είχαν κυνηγηθεί
ήταν κυνηγημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κυνηγάω, θα κυνηγώθα κυνηγάμε, θα κυνηγούμεθα κυνηγιέμαιθα κυνηγιόμαστε
θα κυνηγάςθα κυνηγάτεθα κυνηγιέσαιθα κυνηγιέστε, θα κυνηγιόσαστε
θα κυνηγάει, θα κυνηγάθα κυνηγάν(ε), θα κυνηγούν(ε)θα κυνηγιέταιθα κυνηγιούνται, θα κυνηγιόνται
Fut
ur
θα κυνηγήσωθα κυνηγήσουμε, θα κυνηγήσομεθα κυνηγηθώθα κυνηγηθούμε
θα κυνηγήσειςθα κυνηγήσετεθα κυνηγηθείςθα κυνηγηθείτε
θα κυνηγήσειθα κυνηγήσουν(ε)θα κυνηγηθείθα κυνηγηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κυνηγήσει
θα έχω κυνηγημένο
θα έχουμε κυνηγήσει
θα έχουμε κυνηγημένο
θα έχω κυνηγηθεί
θα είμαι κυνηγημένος, -η
θα έχουμε κυνηγηθεί
θα είμαστε κυνηγημένοι, -ες
θα έχεις κυνηγήσει
θα έχεις κυνηγημένο
θα έχετε κυνηγήσει
θα έχετε κυνηγημένο
θα έχεις κυνηγηθεί
θα είσαι κυνηγημένος, -η
θα έχετε κυνηγηθεί
θα είστε κυνηγημένοι, -ες
θα έχει κυνηγήσει
θα έχει κυνηγημένο
θα έχουν κυνηγήσει
θα έχουν κυνηγημένο
θα έχει κυνηγηθεί
θα είναι κυνηγημένος, -η, -ο
θα έχουν κυνηγηθεί
θα είναι κυνηγημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κυνηγάω, να κυνηγώνα κυνηγάμε, να κυνηγούμενα κυνηγιέμαινα κυνηγιόμαστε
να κυνηγάςνα κυνηγάτενα κυνηγιέσαινα κυνηγιέστε, να κυνηγιόσαστε
να κυνηγάει, να κυνηγάνα κυνηγάν(ε), να κυνηγούν(ε)να κυνηγιέταινα κυνηγιούνται, να κυνηγιόνται
Aoristνα κυνηγήσωνα κυνηγήσουμε, να κυνηγήσομενα κυνηγηθώνα κυνηγηθούμε
να κυνηγήσειςνα κυνηγήσετενα κυνηγηθείςνα κυνηγηθείτε
να κυνηγήσεινα κυνηγήσουν(ε)να κυνηγηθείνα κυνηγηθούν(ε)
Perfνα έχω κυνηγήσει
να έχω κυνηγημένο
να έχουμε κυνηγήσει
να έχουμε κυνηγημένο
να έχω κυνηγηθεί
να είμαι κυνηγημένος, -η
να έχουμε κυνηγηθεί
να είμαστε κυνηγημένοι, -ες
να έχεις κυνηγήσει
να έχεις κυνηγημένο
να έχετε κυνηγήσει
να έχετε κυνηγημένο
να έχεις κυνηγηθεί
να είσαι κυνηγημένος, -η
να έχετε κυνηγηθεί
να είστε κυνηγημένοι, -η
να έχει κυνηγήσει
να έχει κυνηγημένο
να έχουν κυνηγήσει
να έχουν κυνηγημένο
να έχει κυνηγηθεί
να είναι κυνηγημένος, -η, -ο
να έχουν κυνηγηθεί
να είναι κυνηγημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκυνήγα, κυνήγαγεκυνηγάτεκυνηγιέστε
Aoristκυνήγησε, κυνήγακυνηγήστεκυνηγήσουκυνηγηθείτε
Part
izip
Presκυνηγώντας
Perfέχοντας κυνηγήσει, έχοντας κυνηγημένοκυνηγημένος, -η, -οκυνηγημένοι, -ες, -α
InfinAoristκυνηγήσεικυνηγηθεί




Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback