aufpolieren
 (ugs.)  

βελτιώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Gern. Etwas aufpolieren.-Εντάξει, πιάσε ένα στα γρήγορα.

Übersetzung nicht bestätigt

Was heißt Fassade aufpolieren?Τι το κακό έχει η εικόνα μου;

Übersetzung nicht bestätigt

Alles gut. Es funktioniert gut. Man muss es nur ein bisschen aufpolieren.Τίποτα, μόνο πού θέλει λίγη δουλειά άκόμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich glaube, ich werde mein Spanisch aufpolieren.Νομίζω ότι θα φρεσκάρω τα ισπανικά μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich wollte ihn für die Aufführung heute aufpolieren lassen.Πάω να το γυαλίσω για την αποψινή παράσταση.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βελτιώνωβελτιώνουμε, βελτιώνομεβελτιώνομαιβελτιωνόμαστε
βελτιώνειςβελτιώνετεβελτιώνεσαιβελτιώνεστε, βελτιωνόσαστε
βελτιώνειβελτιώνουν(ε)βελτιώνεταιβελτιώνονται
Imper
fekt
βελτίωναβελτιώναμεβελτιωνόμουν(α)βελτιωνόμαστε, βελτιωνόμασταν
βελτίωνεςβελτιώνατεβελτιωνόσουν(α)βελτιωνόσαστε, βελτιωνόσασταν
βελτίωνεβελτίωναν, βελτιώναν(ε)βελτιωνόταν(ε)βελτιώνονταν, βελτιωνόντανε, βελτιωνόντουσαν
Aoristβελτίωσαβελτιώσαμεβελτιώθηκαβελτιωθήκαμε
βελτίωσεςβελτιώσατεβελτιώθηκεςβελτιωθήκατε
βελτίωσεβελτίωσαν, βελτιώσαν(ε)βελτιώθηκεβελτιώθηκαν, βελτιωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βελτιώσει
έχω βελτιωμένο
έχουμε βελτιώσει
έχουμε βελτιωμένο
έχω βελτιωθεί
είμαι βελτιωμένος, -η
έχουμε βελτιωθεί
είμαστε βελτιωμένοι, -ες
έχεις βελτιώσει
έχεις βελτιωμένο
έχετε βελτιώσει
έχετε βελτιωμένο
έχεις βελτιωθεί
είσαι βελτιωμένος, -η
έχετε βελτιωθεί
είστε βελτιωμένοι, -ες
έχει βελτιώσει
έχει βελτιωμένο
έχουν βελτιώσει
έχουν βελτιωμένο
έχει βελτιωθεί
είναι βελτιωμένος, -η, -ο
έχουν βελτιωθεί
είναι βελτιωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βελτιώσει
είχα βελτιωμένο
είχαμε βελτιώσει
είχαμε βελτιωμένο
είχα βελτιωθεί
ήμουν βελτιωμένος, -η
είχαμε βελτιωθεί
ήμαστε βελτιωμένοι, -ες
είχες βελτιώσει
είχες βελτιωμένο
είχατε βελτιώσει
είχατε βελτιωμένο
είχες βελτιωθεί
ήσουν βελτιωμένος, -η
είχατε βελτιωθεί
ήσαστε βελτιωμένοι, -ες
είχε βελτιώσει
είχε βελτιωμένο
είχαν βελτιώσει
είχαν βελτιωμένο
είχε βελτιωθεί
ήταν βελτιωμένος, -η, -ο
είχαν βελτιωθεί
ήταν βελτιωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βελτιώνωθα βελτιώνουμε, θα βελτιώνομεθα βελτιώνομαιθα βελτιωνόμαστε
θα βελτιώνειςθα βελτιώνετεθα βελτιώνεσαιθα βελτιώνεστε, θα βελτιωνόσαστε
θα βελτιώνειθα βελτιώνουν(ε)θα βελτιώνεταιθα βελτιώνονται
Fut
ur
θα βελτιώσωθα βελτιώσουμε, θα βελτιώσομεθα βελτιωθώθα βελτιωθούμε
θα βελτιώσειςθα βελτιώσετεθα βελτιωθείςθα βελτιωθείτε
θα βελτιώσειθα βελτιώσουνθα βελτιωθείθα βελτιωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βελτιώσει
θα έχω βελτιωμένο
θα έχουμε βελτιώσει
θα έχουμε βελτιωμένο
θα έχω βελτιωθεί
θα είμαι βελτιωμένος, -η
θα έχουμε βελτιωθεί
θα είμαστε βελτιωμένοι, -ες
θα έχεις βελτιώσει
θα έχεις βελτιωμένο
θα έχετε βελτιώσει
θα έχετε βελτιωμένο
θα έχεις βελτιωθεί
θα είσαι βελτιωμένος, -η
θα έχετε βελτιωθεί
θα είστε βελτιωμένοι, -ες
θα έχει βελτιώσει
θα έχει βελτιωμένο
θα έχουν βελτιώσει
θα έχουν βελτιωμένο
θα έχει βελτιωθεί
θα είναι βελτιωμένος, -η, -ο
θα έχουν βελτιωθεί
θα είναι βελτιωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βελτιώνωνα βελτιώνουμε, να βελτιώνομενα βελτιώνομαινα βελτιωνόμαστε
να βελτιώνειςνα βελτιώνετενα βελτιώνεσαινα βελτιώνεστε, να βελτιωνόσαστε
να βελτιώνεινα βελτιώνουν(ε)να βελτιώνεταινα βελτιώνονται
Aoristνα βελτιώσωνα βελτιώσουμε, να βελτιώσομενα βελτιωθώνα βελτιωθούμε
να βελτιώσειςνα βελτιώσετενα βελτιωθείςνα βελτιωθείτε
να βελτιώσεινα βελτιώσουν(ε)να βελτιωθείνα βελτιωθούν(ε)
Perfνα έχω βελτιώσει
να έχω βελτιωμένο
να έχουμε βελτιώσει
να έχουμε βελτιωμένο
να έχω βελτιωθεί
να είμαι βελτιωμένος, -η
να έχουμε βελτιωθεί
να είμαστε βελτιωμένοι, -ες
να έχεις βελτιώσει
να έχεις βελτιωμένο
να έχετε βελτιώσει
να έχετε βελτιωμένο
να έχεις βελτιωθεί
να είσαι βελτιωμένος, -η
να έχετε βελτιωθεί
να είστε βελτιωμένοι, -ες
να έχει βελτιώσει
να έχει βελτιωμένο
να έχουν βελτιώσει
να έχουν βελτιωμένο
να έχει βελτιωθεί
να είναι βελτιωμένος, -η, -ο
να έχουν βελτιωθεί
να είναι βελτιωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβελτίωνεβελτιώνετεβελτιώνεστε
Aoristβελτίωσεβελτιώστε, βελτιώσετεβελτιώσουβελτιωθείτε
Part
izip
Presβελτιώνοντας
Perfέχοντας βελτιώσει, έχοντας βελτιωμένοβελτιωμένος, -η, -οβελτιωμένοι, -ες, -α
InfinAoristβελτιώσειβελτιωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback