anzapfen
 Verb

υποκλέπτω Verb
(0)
ανοίγω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Du mußt den alten Dummkopf nicht zuviel anzapfen... vorerst nicht.Αρχικά μην του πάρεις πολλά.

Übersetzung nicht bestätigt

Setzen Sie das Gerüst unter Strom. Lassen Sie die Hauptleitungen anzapfen. Es muss genügend Strom durch das Gerüst gejagt werden, damit es verbrennt.Θα κόψουμε το ρεύμα στην περιοχή... και θα το διοχετεύσουμε όλο στη μεταλλική σκαλωσιά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss die Energie des Warpantriebs anzapfen und für uns vier ausbalancieren.Θα πρέπει να τραβήξω ενέργεια από τις μηχανές δίνης και να τη ρυθμίσω για εμάς τoυς τέσσερις.

Übersetzung nicht bestätigt

Setzen Sie sich. Ich ließ Belas Leitungen anzapfen.Κάθισε. 'Εβαλα κoριoύς σ' όλα τα συστήματα επικoινωνίας τoυ Μπέλα.

Übersetzung nicht bestätigt

Können Sie sie anzapfen?Μπoρείς να υπoκλέψεις τη σύνδεση;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
anzapfen
anschlagen
anstechen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υποκλέπτωυποκλέπτουμε, υποκλέπτομευποκλέπτομαιυποκλεπτόμαστε
υποκλέπτειςυποκλέπτετευποκλέπτεσαιυποκλέπτεστε, υποκλεπτόσαστε
υποκλέπτειυποκλέπτουν(ε)υποκλέπτεταιυποκλέπτονται
Imper
fekt
υπέκλεπταυποκλέπταμευποκλεπτόμουν(α)υποκλεπτόμαστε, υποκλεπτόμασταν
υπέκλεπτεςυποκλέπτατευποκλεπτόσουν(α)υποκλεπτόσαστε
υπέκλεπτευπέκλεπταν, υποκλέπταν(ε)υποκλεπτόταν(ε)υποκλέπτονταν
Aoristυπέκλεψαυποκλέψαμευποκλάπηκαυποκλαπήκαμε
υπέκλεψεςυποκλέψατευποκλάπηκεςυποκλαπήκατε
υπέκλεψευπέκλεψαν, υποκλέψαν(ε)υποκλάπηκε, υπεκλάπηυποκλάπηκαν, υπεκλάπησαν
Per
fekt
έχω υποκλέψει
έχω υποκλεπτομένο
έχουμε υποκλέψει
έχουμε υποκλεπτομένο
έχω υποκλαπεί
είμαι υποκλεπτομένος, -η
έχουμε υποκλαπεί
είμαστε υποκλεπτομένοι, -ες
έχεις υποκλέψει
έχεις υποκλεπτομένο
έχετε υποκλέψει
έχετε υποκλεπτομένο
έχεις υποκλαπεί
είσαι υποκλεπτομένος, -η
έχετε υποκλαπεί
είστε υποκλεπτομένοι, -ες
έχει υποκλέψει
έχει υποκλεπτομένο
έχουν υποκλέψει
έχουν υποκλεπτομένο
έχει υποκλαπεί
είναι υποκλεπτομένος, -η, -ο
έχουν υποκλαπεί
είναι υποκλεπτομένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα υποκλέψει
είχα υποκλεπτομένο
είχαμε υποκλέψει
είχαμε υποκλεπτομένο
είχα υποκλαπεί
ήμουν υποκλεπτομένος, -η
είχαμε υποκλαπεί
ήμαστε υποκλεπτομένοι, -ες
είχες υποκλέψει
είχες υποκλεπτομένο
είχατε υποκλέψει
είχατε υποκλεπτομένο
είχες υποκλαπεί
ήσουν υποκλεπτομένος, -η
είχατε υποκλαπεί
ήσαστε υποκλεπτομένοι, -ες
είχε υποκλέψει
είχε υποκλεπτομένο
είχαν υποκλέψει
είχαν υποκλεπτομένο
είχε υποκλαπεί
ήταν υποκλεπτομένος, -η, -ο
είχαν υποκλαπεί
ήταν υποκλεπτομένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υποκλέπτωθα υποκλέπτουμε, θα υποκλέπτομεθα υποκλέπτομαιθα υποκλεπτόμαστε
θα υποκλέπτειςθα υποκλέπτετεθα υποκλέπτεσαιθα υποκλέπτεστε, θα υποκλεπτόσαστε
θα υποκλέπτειθα υποκλέπτουν(ε)θα υποκλέπτεταιθα υποκλέπτονται
Fut
ur
θα υποκλέψωθα υποκλέψουμε, θα υποκλέψομεθα υποκλαπώθα υποκλαπούμε
θα υποκλέψειςθα υποκλέψετεθα υποκλαπείςθα υποκλαπείτε
θα υποκλέψειθα υποκλέψουν(ε)θα υποκλαπείθα υποκλαπούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υποκλέψει
θα έχω υποκλεπτομένο
θα έχουμε υποκλέψει
θα έχουμε υποκλεπτομένο
θα έχω υποκλαπεί
θα είμαι υποκλεπτομένος, -η
θα έχουμε υποκλαπεί
θα είμαστε υποκλεπτομένοι, -ες
θα έχεις υποκλέψει
θα έχεις υποκλεπτομένο
θα έχετε υποκλέψει
θα έχετε υποκλεπτομένο
θα έχεις υποκλαπεί
θα είσαι υποκλεπτομένος, -η
θα έχετε υποκλαπεί
θα είστε υποκλεπτομένοι, -ες
θα έχει υποκλέψει
θα έχει υποκλεπτομένο
θα έχουν υποκλέψει
θα έχουν υποκλεπτομένο
θα έχει υποκλαπεί
θα είναι υποκλεπτομένος, -η, -ο
θα έχουν υποκλαπεί
θα είναι υποκλεπτομένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υποκλέπτωνα υποκλέπτουμε, να υποκλέπτομενα υποκλέπτομαινα υποκλεπτόμαστε
να υποκλέπτειςνα υποκλέπτετενα υποκλέπτεσαινα υποκλέπτεστε
να υποκλέπτεινα υποκλέπτουν(ε)να υποκλέπτεταινα υποκλέπτονται
Aoristνα υποκλέψωνα υποκλέψουμε, να υποκλέψομενα υποκλαπώνα υποκλαπούμε
να υποκλέψειςνα υποκλέψετενα υποκλαπείςνα υποκλαπείτε
να υποκλέψεινα υποκλέψουν(ε)να υποκλαπείνα υποκλαπούν(ε)
Perf να έχω υποκλέψει
να έχω υποκλεπτομένο
να έχουμε υποκλέψει
να έχουμε υποκλεπτομένο
να έχω υποκλαπεί
να είμαι υποκλεπτομένος, -η
να έχουμε υποκλαπεί
να είμαστε υποκλεπτομένοι, -ες
να έχεις υποκλέψει
να έχεις υποκλεπτομένο
να έχετε υποκλέψει
να έχετε υποκλεπτομένο
να έχεις υποκλαπεί
να είσαι υποκλεπτομένος, -η
να έχετε υποκλαπεί
να είστε υποκλεπτομένοι, -ες
να έχει υποκλέψει
να έχει υποκλεπτομένο
να έχουν υποκλέψει
να έχουν υποκλεπτομένο
να έχει υποκλαπεί
να είναι υποκλεπτομένος, -η, -ο
να έχουν υποκλαπεί
να είναι υποκλεπτομένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presυπέκλεπτευποκλέπτετευποκλέπτεστε
Aoristυποκλέψευποκλέψετε, υποκλέψτευποκλέψουυποκλαπείτε
Part
izip
Presυποκλέπτονταςυποκλεπτόμενος
Perfέχοντας υποκλέψει, έχοντας υποκλεπτομένουποκλεπτομένος, -η, -ουποκλεπτομένοι, -ες, -α
InfinAoristυποκλέψειυποκλαπεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανοίγωανοίγουμε, ανοίγομεανοίγομαιανοιγόμαστε
ανοίγειςανοίγετεανοίγεσαιανοίγεστε, ανοιγόσαστε
ανοίγειανοίγουν(ε)ανοίγεταιανοίγονται
Imper
fekt
άνοιγαανοίγαμεανοιγόμουν(α)ανοιγόμαστε, ανοιγόμασταν
άνοιγεςανοίγατεανοιγόσουν(α)ανοιγόσαστε, ανοιγόσασταν
άνοιγεάνοιγαν, ανοίγαν(ε)ανοιγόταν(ε)ανοίγονταν, ανοιγόντανε, ανοιγόντουσαν
Aoristάνοιξαανοίξαμεανοίχτηκαανοιχτήκαμε
άνοιξεςανοίξατεανοίχτηκεςανοιχτήκατε
άνοιξεάνοιξαν, ανοίξαν(ε)ανοίχτηκεανοίχτηκαν, ανοιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανοίξει
έχω ανοιγμένο
έχουμε ανοίξει
έχουμε ανοιγμένο
έχω ανοιχτεί
είμαι ανοιγμένος, -η
έχουμε ανοιχτεί
είμαστε ανοιγμένοι, -ες
έχεις ανοίξει
έχεις ανοιγμένο
έχετε ανοίξει
έχετε ανοιγμένο
έχεις ανοιχτεί
είσαι ανοιγμένος, -η
έχετε ανοιχτεί
είστε ανοιγμένοι, -ες
έχει ανοίξει
έχει ανοιγμένο
έχουν ανοίξει
έχουν ανοιγμένο
έχει ανοιχτεί
είναι ανοιγμένος, -η, -ο
έχουν ανοιχτεί
είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανοίξει
είχα ανοιγμένο
είχαμε ανοίξει
είχαμε ανοιγμένο
είχα ανοιχτεί
ήμουν ανοιγμένος, -η
είχαμε ανοιχτεί
ήμαστε ανοιγμένοι, -ες
είχες ανοίξει
είχες ανοιγμένο
είχατε ανοίξει
είχατε ανοιγμένο
είχες ανοιχτεί
ήσουν ανοιγμένος, -η
είχατε ανοιχτεί
ήσαστε ανοιγμένοι, -ες
είχε ανοίξει
είχε ανοιγμένο
είχαν ανοίξει
είχαν ανοιγμένο
είχε ανοιχτεί
ήταν ανοιγμένος, -η, -ο
είχαν ανοιχτεί
ήταν ανοιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανοίγωθα ανοίγουμε, θα ανοίγομεθα ανοίγομαιθα ανοιγόμαστε
θα ανοίγειςθα ανοίγετεθα ανοίγεσαιθα ανοίγεστε, θα ανοιγόσαστε
θα ανοίγειθα ανοίγουν(ε)θα ανοίγεταιθα ανοίγονται
Fut
ur
θα ανοίξωθα ανοίξουμε, θα ανοίξομεθα ανοιχτώθα ανοιχτούμε
θα ανοίξειςθα ανοίξετεθα ανοιχτείςθα ανοιχτείτε
θα ανοίξειθα ανοίξουν(ε)θα ανοιχτείθα ανοιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανοίξει
θα έχω ανοιγμένο
θα έχουμε ανοίξει
θα έχουμε ανοιγμένο
θα έχω ανοιχτεί
θα είμαι ανοιγμένος, -η
θα έχουμε ανοιχτεί
θα είμαστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχεις ανοίξει
θα έχεις ανοιγμένο
θα έχετε ανοίξει
θα έχετε ανοιγμένο
θα έχεις ανοιχτεί
θα είσαι ανοιγμένος, -η
θα έχετε ανοιχτεί
θα είστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχει ανοίξει
θα έχει ανοιγμένο
θα έχουν ανοίξει
θα έχουν ανοιγμένο
θα έχει ανοιχτεί
θα είναι ανοιγμένος, -η, -ο
θα έχουν ανοιχτεί
θα είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανοίγωνα ανοίγουμε, να ανοίγομενα ανοίγομαινα ανοιγόμαστε
να ανοίγειςνα ανοίγετενα ανοίγεσαινα ανοίγεστε, να ανοιγόσαστε
να ανοίγεινα ανοίγουν(ε)να ανοίγεταινα ανοίγονται
Aoristνα ανοίξωνα ανοίξουμε, να ανοίξομενα ανοιχτώνα ανοιχτούμε
να ανοίξειςνα ανοίξετενα ανοιχτείςνα ανοιχτείτε
να ανοίξεινα ανοίξουν(ε)να ανοιχτείνα ανοιχτούν(ε)
Perfνα έχω ανοίξει
να έχω ανοιγμένο
να έχουμε ανοίξει
να έχουμε ανοιγμένο
να έχω ανοιχτεί
να είμαι ανοιγμένος, -η
να έχουμε ανοιχτεί
να είμαστε ανοιγμένοι, -ες
να έχεις ανοίξει
να έχεις ανοιγμένο
να έχετε ανοίξει
να έχετε ανοιγμένο
να έχεις ανοιχτεί
να είσαι ανοιγμένος, -η
να έχετε ανοιχτεί
να είστε ανοιγμένοι, -ες
να έχει ανοίξει
να έχει ανοιγμένο
να έχουν ανοίξει
να έχουν ανοιγμένο
να έχει ανοιχτεί
να είναι ανοιγμένος, -η, -ο
να έχουν ανοιχτεί
να είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάνοιγεανοίγετεανοίγεστε
Aoristάνοιξεανοίξτε, ανοίχτεανοίξουανοιχτείτε
Part
izip
Presανοίγοντας
Perfέχοντας ανοίξει, έχοντας ανοιγμένοανοιγμένος, -η, -οανοιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristανοίξειανοιχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback