anwärmen
 Verb

ζεσταίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich werde es ein bisschen anwärmen lassen.Πάω να φέρω ζεστό σάκε.

Übersetzung nicht bestätigt

Vielleicht muss ich sie erst anwärmen.'lσως πρώτα χρειάζεται πρoθέρμαvση.

Übersetzung nicht bestätigt

Na logisch, meinen Minensuch-Schnuller muss ich auch immer erst anwärmen.Nαι κι εγώ τo σήμα μoυ τo κέρδισα στα γαριδάκια.

Übersetzung nicht bestätigt

Du hättest meine Seite anwärmen können.Θα μπορούσες να έχεις ζεστάνει τη μεριά μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Scheiße, konntest du den nicht erst ein bisschen anwärmen?Γαμώτο, δεν μπορούσες να το ζεστάνεις λίγο;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
anwärmen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ζεσταίνωζεσταίνουμε, ζεσταίνομεζεσταίνομαιζεσταινόμαστε
ζεσταίνειςζεσταίνετεζεσταίνεσαιζεσταίνεστε, ζεσταινόσαστε
ζεσταίνειζεσταίνουν(ε)ζεσταίνεταιζεσταίνονται
Imper
fekt
ζέσταιναζεσταίναμεζεσταινόμουν(α)ζεσταινόμαστε, ζεσταινόμασταν
ζέσταινεςζεσταίνατεζεσταινόσουν(α)ζεσταινόσαστε, ζεσταινόσασταν
ζέσταινεζέσταιναν, ζεσταίναν(ε)ζεσταινόταν(ε)ζεσταίνονταν, ζεσταινόντανε, ζεσταινόντουσαν
Aoristζέσταναζεστάναμεζεστάθηκαζεσταθήκαμε
ζέστανεςζεστάνατεζεστάθηκεςζεσταθήκατε
ζέστανεζέσταναν, ζεστάναν(ε)ζεστάθηκεζεστάθηκαν, ζεσταθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ζεστάνει
έχω ζεσταμένο
έχουμε ζεστάνει
έχουμε ζεσταμένο
έχω ζεσταθεί
είμαι ζεσταμένος, -η
έχουμε ζεσταθεί
είμαστε ζεσταμένοι, -ες
έχεις ζεστάνει
έχεις ζεσταμένο
έχετε ζεστάνει
έχετε ζεσταμένο
έχεις ζεσταθεί
είσαι ζεσταμένος, -η
έχετε ζεσταθεί
είστε ζεσταμένοι, -ες
έχει ζεστάνει
έχει ζεσταμένο
έχουν ζεστάνει
έχουν ζεσταμένο
έχει ζεσταθεί
είναι ζεσταμένος, -η, -ο
έχουν ζεσταθεί
είναι ζεσταμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ζεστάνει
είχα ζεσταμένο
είχαμε ζεστάνει
είχαμε ζεσταμένο
είχα ζεσταθεί
ήμουν ζεσταμένος, -η
είχαμε ζεσταθεί
ήμαστε ζεσταμένοι, -ες
είχες ζεστάνει
είχες ζεσταμένο
είχατε ζεστάνει
είχατε ζεσταμένο
είχες ζεσταθεί
ήσουν ζεσταμένος, -η
είχατε ζεσταθεί
ήσαστε ζεσταμένοι, -ες
είχε ζεστάνει
είχε ζεσταμένο
είχαν ζεστάνει
είχαν ζεσταμένο
είχε ζεσταθεί
ήταν ζεσταμένος, -η, -ο
είχαν ζεσταθεί
ήταν ζεσταμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ζεσταίνωθα ζεσταίνουμε, θα ζεσταίνομεθα ζεσταίνομαιθα ζεσταινόμαστε
θα ζεσταίνειςθα ζεσταίνετεθα ζεσταίνεσαιθα ζεσταίνεστε, θα ζεσταινόσαστε
θα ζεσταίνειθα ζεσταίνουν(ε)θα ζεσταίνεταιθα ζεσταίνονται
Fut
ur
θα ζεστάνωθα ζεστάνουμε, θα ζεστάνομεθα ζεσταθώθα ζεσταθούμε
θα ζεστάνειςθα ζεστάνετεθα ζεσταθείςθα ζεσταθείτε
θα ζεστάνειθα ζεστάνουν(ε)θα ζεσταθείθα ζεσταθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ζεστάνει
θα έχω ζεσταμένο
θα έχουμε ζεστάνει
θα έχουμε ζεσταμένο
θα έχω ζεσταθεί
θα είμαι ζεσταμένος, -η
θα έχουμε ζεσταθεί
θα είμαστε ζεσταμένοι, -ες
θα έχεις ζεστάνει
θα έχεις ζεσταμένο
θα έχετε ζεστάνει
θα έχετε ζεσταμένο
θα έχεις ζεσταθεί
θα είσαι ζεσταμένος, -η
θα έχετε ζεσταθεί
θα είστε ζεσταμένοι, -ες
θα έχει ζεστάνει
θα έχει ζεσταμένο
θα έχουν ζεστάνει
θα έχουν ζεσταμένο
θα έχει ζεσταθεί
θα είναι ζεσταμένος, -η, -ο
θα έχουν ζεσταθεί
θα είναι ζεσταμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ζεσταίνωνα ζεσταίνουμε, να ζεσταίνομενα ζεσταίνομαινα ζεσταινόμαστε
να ζεσταίνειςνα ζεσταίνετενα ζεσταίνεσαινα ζεσταίνεστε, να ζεσταινόσαστε
να ζεσταίνεινα ζεσταίνουν(ε)να ζεσταίνεταινα ζεσταίνονται
Aoristνα ζεστάνωνα ζεστάνουμε, να ζεστάνομενα ζεσταθώνα ζεσταθούμε
να ζεστάνειςνα ζεστάνετενα ζεσταθείςνα ζεσταθείτε
να ζεστάνεινα ζεστάνουν(ε)να ζεσταθείνα ζεσταθούν(ε)
Perfνα έχω ζεστάνει
να έχω ζεσταμένο
να έχουμε ζεστάνει
να έχουμε ζεσταμένο
να έχω ζεσταθεί
να είμαι ζεσταμένος, -η
να έχουμε ζεσταθεί
να είμαστε ζεσταμένοι, -ες
να έχεις ζεστάνει
να έχεις ζεσταμένο
να έχετε ζεστάνει
να έχετε ζεσταμένο
να έχεις ζεσταθεί
να είσαι ζεσταμένος, -η
να έχετε ζεσταθεί
να είστε ζεσταμένοι, -ες
να έχει ζεστάνει
να έχει ζεσταμένο
να έχουν ζεστάνει
να έχουν ζεσταμένο
να έχει ζεσταθεί
να είναι ζεσταμένος, -η, -ο
να έχουν ζεσταθεί
να είναι ζεσταμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presζέσταινεζεσταίνετεζεσταίνεστε
Aoristζέστανεζεστάνετεζεσταθείτε
Part
izip
Presζεσταίνοντας
Perfέχοντας ζεστάνει, έχοντας ζεσταμένοζεσταμένος, -η, -οζεσταμένοι, -ες, -α
InfinAoristζεστάνειζεσταθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback